Σάββατο, Μαρτίου 6

ενα γραμμα στον εαυτο μου...


Ειμαι εδω και σε περιμενω...
το γιατι ειναι μια ερωτηση θανατος...
αλλα να σε αφησω εδω δεν μπορω...
αλλωστε το λαθος ειναι δικο μου...
και αυτο το ξερουμε και οι δυο...
θα ερθεις και θα μου πεις "δεν πειραζει"...
θα κατσεις εκει να με ακουσεις να μιλαω και στο τελος θα βγαλεις αλλο ενα λογικο συμπερασμα...
θα μου το πεις με τον τροπο σου θελοντας να με κανεις λιγο καλυτερο...
αλλωστε εσυ ξερεις ποιος ειμαι και ολα μου τα λαθη...
το θελω αυτο, γιατι ετσι εχω καποιον που θα ειναι εκει οταν τον θελω...
ολοι οι υπολοιποι θα εχουν φυγει...
και εσυ θα εισαι ακομα εκει περιμενοντας με ακομα μια φορα να μιλησω...
αλλα γιατι???...
αλλα γιατι δεν σε εχω ακουσει να μιλας...
για σενα...
για τον κοσμο...
για αυτα που θες...
για αυτα που αγαπας...
για αυτα που μισεις...
γιατι
δεν μιλας ποτε...???
Ποτέ δεν πίστεψες ότι κάποιος θα έκανε τόσα για σένα,
ποτέ δεν πίστεψες ότι κάποιος είδε τόσα σε σένα,
ποτέ δεν πίστεψες σ' εσένα...


.....ναι μαζί μου ήσουν ο εαυτός που σου μάθανε, ποτέ όμως ο εαυτό σου.
Μπορείς και είσαι κάτι περισσότερο και μπορείς να εντυπωσιάσεις με αυτό που υπάρχει μέσα σου.
Ποτέ η απλοϊκότητα δεν ήταν κομμάτι σου.

Προτίμησες να μείνεις όμως σε αυτό που σου είπανε ότι είσαι, κάτι μικρό και μίζερο, μόνο του και δυστυχισμένο, χωρίς αγάπη να προσφέρεις....

Οποιος σε είδε όμως το πρωϊ να έχεις το κρυφό χαμόγελο του περισσότερου,

την έξαψη της αμαρτίας, το κάτι που δεν ξέρουν οι άλλοι,
τότε εκείνος ξέρει ότι πάλι έβαλες τη μάσκα σου.

Δεν μπορείς να κρυφτείς απο μένα, δεν μπορείς να κρυφτείς πια γιατί το βίωσες... και σε τρόμαξε τόσο ο εαυτός σου γιατί είδες ότι μπορείς να είσαι όμορφος

Δέν μπορείς να μείνεις μ' έναν άνθρωπο μόνο γιατί έγινε η μαμα σου......

δεν έχεις ανάγκη να σε προσέχει όταν είσαι άρρωστος και δεν σου πάει να είσαι νοσοκόμος...

Για δυό μέρες έζησες, ξεπέρασες τον εαυτό σου, σε έπιασε ο ήλιος όπως ποτέ στο παρελθόν και το σημαντικότερο σου πήγαινε

και αυτό δεν αλλάζει.

Φοβήθηκες όμως μάτια μου, και για μια στιγμή τα μάτια σου τρεμόπαιξαν, όπως όταν ακούς την εκπυρσοκρότηση ενός όπλου, και τότε έπεσες...

Περπάταγες στην άκρη του έκτου ορόφου, και τό ξερες...
Δεν είναι ισόγειο εδώ μάτια μου, αυτός ήταν ο λόγος που σου άρεσε εξ'αρχής....

Εχεις ακούσει για κατάδικους που έμειναν πολύ μές το κελλί τους; Ακόμη και ανοιχτή να είναι η πόρτα δεν φεύγουν... Απάθεια η χειρότερη μορφή φόβου.

Και συ βρήκες τη δύναμη και άνοιξες την πόρτα και έφυγες, βγήκες και μπήκες ταυτόχρονα στο κελλί σου.

Γύρισες στα εύκολα, τα γνώριμα, τα λίγα, μα ποιός σου έμαθε ότι ήσουν για λίγα...

Ποτέ δεν ήσουν για τα εύκολα...

Ποιός σε πόνεσε τόσο ψυχή μου, ποιός έσβησε το φώς μέσα σου;

Δεν σου πάει να είσαι νεκρός σήμερα, έχει τόσο ήλιο σήμερα... έχει νύχτα σήμερα και όταν οι άλλοι θα κοιμούνται εσύ θα είσαι ξύπνιος...

και δεν θα είσαι μόνος, σύνελθε, στο λιμάνι το πλοίο θα σαλπάρει , άνθρωποι θα φεύγουν, και εμείς εκεί θα πίνουμε καφέ και θα φιλοσοφούμε, φτιάχνοντας το παραμύθι...

και εσύ το πρωί θα χαμογελάς, ακόμη θα φοράς τα γυαλιά σου να κρύβεις το μυστικό σου, και θα χαμογελάς...

Πόσο καιρό είχες να χαμογελάσεις,

Ω Θεέ μου πόσο...
και όλα αυτά γιατί ξεπέρασες τον εαυτό, που σου έμαθαν…
και έγινες ο εαυτό σου.

πάντα ήθελες τον έλεγχο γιατί δεν πίστεψες ποτέ ότι κάποιος άλλος μπορεί να γίνει ευτυχισμένος μέσα απο την ευτυχία σου...
Δεν πίστεψες στο όνειρο που έζησες γιατί απο την αρχή έβαλες ξυπνητήρι...

μα εσύ μάτια μου δεν κοιμήθηκες ποτέ, ήταν αλήθεια, το μύρισες, το ένοιωσες, το βίωσες...
και για καιρό δεν θα δείς όνειρα το ξέρεις...

Εχεις φροντίσει εδώ και καιρό να μη βλέπεις όνειρα,

να μη βλέπεις το τσιγάρο που καίγεται (είναι όμορφο θυμάσαι?),
τον κόσμο που περνά μουρτζούφλης να πάει στη δουλειά του,
τη μουσική να σου τρυπάει τ'αυτιά χαρούμενα
και τον ήλιο να είναι είρωνας και κυνικός με τη μικρότητα των γύρω του...

Εγινες πάλι ένας απο τους πολλούς, έγινες πια ένα μ' εκείνους τους γκρίζους,

τους μόνους...

Το τηλέφωνο θα χτυπάει πάντα με απόκρυψη για σένα και συ πάλι θα ανησυχείς και θα ελπίζεις...

δεν θα το χαμηλώνεις, θα αρχίζει να σε νοιάζει πάλι...
γιατί αυτό που είχες δεν θα είναι εκεί...
κάπως σαν τη ζωή σου, που θα περιμένεις να σε πάρει πάλι τηλέφωνο...
αλλά η ώρα θα περνά, οι μήνες, τα χρόνια, και δεν θα χτυπά...

Γιατί έκλεισες εκείνη τη ρημάδα την πόρτα και κλείστηκες στο κελί σου;

Οσο εύκολα φεύγεις δέκα φορές πιό δύσκολα γυρνάς...
Δεν το ξερες;;;...

σου είπα ΣΚΕΨΟΥ ΤΟ,

σου είπα δώς μου το χέρι σου και έλα... απλά ακολούθησε...
και αν τρομάξεις έλα πιό κοντά μου, εγώ είμαι πια εδώ... μόνο μη φύγεις.

Μια ζωή έκανες ότι σου έλεγαν,
μια ζωή σκεφτόσουν ότι σου έλεγαν, μια ζωή άλλων...

και τώρα πρώτη φορά σου είπε η ζωή σου κάτι διαφορετικό, και δεν την άκουσες...
σου είπε ΣΚΕΨΟΥ ΤΟ...

Σου είπα ήρεμα,’’ ξύπνα μάτια μου, εφιάλτης ήτανε και τέλειωσε...’’

μα εσύ ακόμη εκεί φλερτάρεις με τους φόβους σου.

Τα τσιγάρα πάλι τέλειωσαν, η παγκόσμια συνωμοσία σε δράση, όπως σε όλα τ'άλλα. Νόμιζα μαζί όμως, ότι μπορούσαμε να νικήσουμε...

νόμιζα ότι παντα θα μοιραζόμασταν το τελευταίο τσιγάρο και θα νικάγαμε....

Ναι, έτσι απλά όπως αγνοούσαμε τα ξυπνητήρια, τους φόβους, την ώρα και τις πόρτες τους... ναι εμείς οι δυό πιό δυνατοί.
Τώρα, μπροστά στον καθρέφτη της ψυχής σου στέκεις……

απλά είσαι εκεί και είμαι εδώ,
τώρα απλά τελειώνουν όλα, και τώρα πια με νοιάζουν όλα,
και τα ξυπνητήρια και η ώρα και οι φόβοι και οι πόρτες...

Ενα ευχαριστώ δεν φτάνει,

ένα αντίο είναι πιό δίκαιο...
καλό δρόμο να έχεις στη ζωή σου, και που και πού
ξύπνα τα πρωϊνά και χαμογέλα,
βάλε τα γυαλιά σου και χαμογέλα,
ανεβα στη μηχανη σου και χαμογέλα,
βάλε το χαμόγελό σου και κάνε τους άλλους ν'αναρρωτιούνται...

Ετσι απλά...