Κυριακή, Νοεμβρίου 13

αν....


Αν δεν κτυπούσανε τα κύματα εκείνους τους βράχους στ' ακροθαλάσσι, δε θα καμάρωνες το σχήμα τους.
Έτσι δεν είναι; Στοιχίζει ακριβά η πείρα. Στοιχίζει πανάκριβα η σοφία της ψυχής. Γιατί η σοφία του μυαλού είναι άλλο πράμα. Την αποκτά κανείς με τη γνώση. Τούτη δω που σου λέω, η σοφία της ψυχής, αποκτιέται μόνο με πόνο. Κάποιες στιγμές αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο.
Δεν ξέρω…
Κάποτε πίστεψα κι εγώ όπως πολλοί άλλοι, πως θα' φτιαχνα από την αρχή τον κόσμο. Τα' δωσα όλα. Δεν κράτησα ουτ' ένα ψίχουλο για τον εαυτό μου. Γιατί έτσι είμαι εγώ, π' ανάθεμά με!!!!
Ή αδειάζω το ποτήρι μου ή δεν το λερώνω καθόλου. Δεν έγινε και τίποτα. Ο κόσμος στο χειρότερο πάει…
Και ξέρεις ποιό είναι το παράξενο; Δεν αισθάνομαι χαμένος. Προδομένος. Προσωπική υπόθεση, φίλε, η δικαίωση. Καθένας χαράσσει με το σουγιαδάκι του ένα σήμα στο δέντρο της ζωής. Είναι μερικοί, που χαράσσοντας αυτό το σήμα, τους ξεφεύγει το μαχαίρι και πληγώνονται. Είναι γιατί ήταν πολύ παθιασμένοι εκείνη τη στιγμή. Είναι γιατί τρέμανε τα χέρια τους από τα πολλά όνειρα. Είναι γιατί τα μάτια τους είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά του κόσμου. Ε! Δεν έπαψε δα και η γή να γυρίζει…! ε; …
Εγώ τα είχα βρει μια χαρά με τη ζωή. Γίναμε κολλητάρια και τα περνούσαμε περίφημα. Πήγαινα ως εκεί που μ’ έπαιρνε. Για να χαίρομαι αν είχα κέφι, προχωρούσα ως εκεί που δε μ' έπαιρνε..Για να μαθαίνω!
Σήμερα πάντως ζω. Ξέρεις πόσο σπουδαίο είναι αυτό; Τώρα είμαστε μαζί! Της σφίγγω τα χέρια, την κοιτάζω στα μάτια.
Μην αφήνεις ποτέ σου το σήμερα να μαραίνεται. Μην αφήνεις τη ζωή να χάνεται σαν την άμμο μέσα από τα δάχτυλά σου. Ζήσε! Κατάλαβες; Ζήσε! Μη βάζεις το Σήμερα ενέχυρο σ' αυτό που εννοούνε μερικοί μουχλιασμένοι Αύριο. Το Σήμερα είναι δικό σου. Αγάπησέ το!

Σάββατο, Νοεμβρίου 12

Είναι όμορφη η ζωή...

-« Είναι όμορφη η ζωή. Πίστεψε με. Αξίζει να τη ζεί κανείς, έστω κι αν κάποτε γεμίζει πληγές. Σε νoιώθω. Λες να μην τα ξέρω όλ' αυτά; Μα να θυμάσαι πάντα, πως αύριο ξημερώνει μια καινούρια μέρα.
Δε σταματάει πουθενά η ζωή. Μη σε μπερδέψουνε κάτι κακομοίρηδες, που σφίγγουν σαν το παραδοσάκουλο την ψυχή τους. Κι ο άνθρωπος σαν τα δέντρα είναι. Ανθίζει, κάνει καρπούς, μαδάει, και πάλι απο την αρχή. Τωρα έχεις φουρτούνα εσύ, και δεν καταλαβαίνεις τίποτα. Φύλαξέ τα όμως στο μυαλό σου αυτά που ακούς. Δεν σου κάνω το δάσκαλο. Μα, αυτά τα πράγματα έτσι γίνονται. Το ξέρω καλά. Αν θέλεις να φύγεις, φύγε. Κανείς δεν μπορεί να σε κρατήσει. Προχώρα όρθια όμως. Έτσι;»

-«Πάντα φεύγω.
Φεύγω, φεύγω , φεύγω…
και πάντα φτάνω εκεί ακριβώς
απ' όπου έχω φύγει.

Μια ατέρμονη , αδιέξοδη φυγή. Σαν λιποταξία .
Μακάρι να μπορούσα κάποτε να φύγω από τη φυγή μου ..
Μα μου φαίνεται πως είναι πια αργά . Σουρούπωσε ...
Σημερα,του εστειλα ένα mail:’’ Μην ψάξεις άδικα να με βρεις στους δρόμους που περπατήσαμε με μαζί, τα ίχνη μου τα σκόρπισε η σκόνη της εγκατάλειψης...στο πάρκο δεν θα σου πούνε τίποτα για μένα τα ζουμπούλια, ειναι συνομώτες μου..’’
Το πήρα αποφαση,τουλαχιστον για λίγο,θα μείνω μόνη…»
-Σκέφτηκα… Ποιός πήγε αλήθεια ποτέ να δει αυτές τις γυναίκες τις ''δυναμικές'', τα ''παλικάρια'', τους ''βράχους'' το βράδυ που ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους και σβήνουν το φως? Ποιός πήγε ποτέ να τις δει τη στιγμή που ξεφασκιώνουν την καρδιά τους και την αφήνουν να γείρει στο μαξιλάρι και να γλείψει της πληγές της? Κανείς. Ούτε ο Θεός. Σίγουρα…
Αλλα απ’ την άλλη, είναι μερικοί άνθρωποι που δεν μπόρεσαν ποτέ να διαβάσουν το μυστικό σημείωμα που άφησε μέσα τους ο Θεός. Δεν είχαν το απαιτούμενο φως για να το διαβάσουν. Και τ' άφησαν διπλωμένο να κιτρινίζει σε ένα κρυφό συρταράκι της ψυχής τους.

Είναι μερικοί άνθρωποι που, όταν πέσει στα χέρια τους η χαρά, δεν ξέρουν πως τους ανήκει. Και σαστίζουν. Τη φέρνουν από δω, τη γυρνάνε από κει, ώσπου ανοίγουν ένα λάκκο και τη θάβουν, όπως κάνουν με τα κόκαλα τα σκυλιά.

Είναι μερικοί άνθρωποι που πίστεψαν αλήθεια πως ο Θεός αγαπάει τους μουτρωμένους.

Χαρά σ' αυτούς που γέμισαν την ψυχή τους και διάβασαν τραγουδιστά το μυστικό τους σημειωματάκι. Αν το 'σκισαν μετά, αν το 'καψαν, το έκαναν μόνο και μόνο για το κέφι τους. Για να κλείσουν μάτι στο Θεό.

Χαρά σ' αυτούς που πιάστηκαν στο δόλωμα της ζωής και σπαρτάρισαν μέσα στα δίχτυα της. Αν τα τρύπησαν μια στιγμή και ξαναβγήκαν στο πέλαγος, το 'καναν μόνο και μόνο για να 'χουν τη χαρά να ξαναπιαστούν...

πως είναι να αποφασίζεις...


Kρυωνεις πολύ απόψε. Πάγωσες. Κι εγω σε νοιώθω...Δεν έχεις τίποτα να σκεπαστείς .Ουτε ενα φιλι...
Ποσό μετραει αλήθεια, αν εγω σε νοιώθω; Κι αυτη η καταιγίδα που σε πηρέ το κατόπι, δε λεει να σταματήσει πια!
Αιώνες κτυπάνε πάνω σου οι στιγμές…
να πάρει η οργη, να πάρει...
Ειδες; ποσο ανέτοιμο σε βρίσκει παντα; ποσο γυμνο,ποσο ακατεχο...
Που ειναι οι αποφασεις που επαιρνες; ''την αλλη φορα '' ελεγες,''θα ξερω,θα εχω ετοιμασει καταφυγια.Θα εχω φυλαξει ζεστες κουβερτες για την παρτη μου''.
Μην απορεις.Δεν εισαι εσυ που δεν τα καταφερνεις...Ετσι συμβαινει σ' ολους μας...
Θυμάμαι, τις μέρες που ζούσα κρυφά από τους άλλους και κανένας δεν ήξερε το όνομα μου μέχρι που αποφάσισα να γίνω ανώνυμος.
Θυμάμαι που ήμουν θυμωμένος στην κυριολεξία με το καθετί που ήταν γύρω μου και χτυπούσα τη γροθιά μου στους τοίχους του σπιτιού μου, μόνο και μόνο για να αποφύγω να την χτυπήσω στο μαχαίρι του μυαλού μου. Θυμάμαι τις μέρες που με ζέσταιναν οι σκέψεις για ένα καλύτερο αυριο και ευτυχώς με ζεσταίνουν ακόμα.
Θυμάμαι τα όνειρα που είχαν σκοπό και νόημα, ελπίδα και χρώματα πριν ξεπλυθούν από τη βροχή σε ένα τόνο γκρίζο, και δε με πειράζει που δείχνουν παλιά,
ακόμα και έτσι μπορώ να τα χρησιμοποιήσω, απλά τώρα δε τους βρίσκω νόημα.
Θυμάμαι όλες εκείνες τις φωνές, που προσπαθούσα να πνίξω για να μην ταράζουν την ησυχία που ήθελα και που τόσο ήσυχα τελικά σώπασαν από μόνες τους, ίσως από τη λήθη, ίσως επειδή είπαν ότι είχαν να πούνε. Προσεύχομαι μόνο να μην φωνάζουν ακόμα αλλά έχουν σκεπαστεί από το θόρυβο της ρουτίνας.
Θυμάμαι τις εποχές που η διαφορετικότητα ήταν ανάγκη και τρόπος έκφρασης, ζωής και όχι πρόζα.
Θυμάμαι τους κανόνες που υπήρχαν σαν πρόκληση για να ανακαλύψεις τι χαρακτήρας είσαι και όχι σαν χρυσό κλουβί να φυλακίζουν το μυαλό σου.
Αν απόψε τα άστρα ευθυγραμμιστούν σε μια φωτεινή συγκυρία που δε θα μπορείς να ξεχάσεις, χαίρομαι, γιατί μπορεί αυτό το φώς να σου θυμίσει, πως είναι να αποφασίζεις.

Τρίτη, Νοεμβρίου 8

Τι φταις...


Τι φταις αλήθεια.
Κανείς δε σου 'μαθε το δρόμο για το "εμείς".
Και το χειρότερο, κανένας δε σε εκπαίδευσε να επενδύεις στο "εγώ".
Σαν επαίτης εκλιπαρείς μπροστά στην πόρτα του "εσείς".
Έσπασες αμέτρητες φορές τα μούτρα σου, προσπαθώντας ανάμεσα σε σκοτάδια ν' ανακαλύψεις το "εσύ".
Σ' έπιασε πάντα πανικός στη θέα και στη σκέψη του "αυτοί".
Και στην απελπισία, στο χαμό σου, φώναζε "Αυτός! Αυτός!"
Κι έπιασες ένα πιστόλι, να πολεμάς.
Τι φταις!

Μπάμπουσκα....

Είμαι από άμμο, στο είπα.Είμαι ένα κουτί σαν εκείνα τα παλιά κουτιά δώρα που το πιο μεγάλο κουτί έκρυβε ένα μικρότερο και πιο μέσα άλλο κι άλλο. Το τελευταίο κουτάκι τι περιέχει;

Αν περιέχει και κάτι…
Λες η πορεία της ζωής μας να είναι μια παρέλαση άδειων κουτιών μονάχα;
Σκέψου!
Είναι κι αστείο τελικά, μια φοβερή φάρσα που να μάθουμε να μην παίρνουμε σοβαρά τον ευατό μας. Θυμάσαι που συζητούσαμε πως κάποιος σοφός θα επινόησε εκείνες τις ξύλινες ρώσσικες κούκλες που η μια μπαίνει μέσα στην άλλη; Σε μένα δυστυχώς ο αριθμός είναι αναρίθμητος. Αν αδειάσω και απλωθώ σε όσες κούκλες περιέχω θα πλημμυρίσω το σύμπαν.Τι να σου πω λοιπόν και τι να σου υποσχεθώ κι εξ’ ονόματος τίνος να σου μιλήσω;
Ο καιρός καλεί δεν καλείται.Και μόνο το αληθινό δεν έχει καιρό κι είναι παντοτινό…
Πώς ν’ απαλλάξω τη σκέψη μου απ’ τις ερμηνείες των άλλων έτσι που να μη σου λέω «σ’ αγαπώ»,γιατί όσα κάνουμε μιμούνται τις ταινίες,τα διαβάσματα,τα τραγούδια που μας πρωτοδίδαξαν αυτή τη φράση;
Να σου λέω «Σ’ ΑΓΑΠΩ»,γιατί ένα αρχέγονο κύμα βγαίνει από βαθιά μου,πρωτοφανές,άγνωστο και λέει έτσι…
Να υπάρχω μονάχα, να σ’ αγαπώ μονάχα και να μην έχω λόγο κανένα να το δηλώνω. Ούτε την παρουσία μου να μη χρειάζεται να δηλώνω πια. Σ’ αγαπώ τόσο που το ξεχνώ, όπως ξεχνάμε τα αυτονόητα και τα φυσικά. Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε κρίνω και εντελώς σε αποδέχομαι. Γλίτωσα από το μαρτύριο να προσπαθώ συνεχώς να σε διορθώνω. Σ’ αγαπώ τόσο που δεν σε θέλω. Γιατί δεν θες παρά ότι σου λείπει κι εσύ πια δεν μου λείπεις αφού στης αγάπης τον τόπο δεν χωρά η απόσταση. Σ’ αγαπώ κι αγαπώντας σε, σε περιέχω, σε έχω αφού είμαι, είμαι από σένα και μαζί σου κι όπου κι αν είμαι έρχεσαι...
Ορκίστηκα πως, ζωή αληθινή από δω και μπρος θα είναι ζωή χωρίς θεατρικές παραστάσεις μέσα μου. Με όσο γίνεται λιγότερες έστω...


Γιατί ο έρωτας είναι πιο πολύ απρόσωπος παρά προσωπικός, τον σφιχτοδένουμε μ’ένα πρόσωπο γιατί έτσι έχουμε αποφασίσει να είναι. Όσα μαθαίνουμε, όσα μας επιβάλλουνε, όσα ο δεδομένος ρομαντισμός της καρδιάς μας αποζητά, μας βάζουν να πιστεύουμε πως ο άλλος, ο μοναδικός, είναι που μας εμπνέει την αγάπη.

Και τελικά… Έρχεται κάποια στιγμή στη ζωή σου που πρέπει να διαλέξεις το δρόμο που θα τραβήξεις και αυτή σου η επιλογή θα καθορίσει ολόκληρη την ζωή σου. Και σχεδόν πάντα αυτή η στιγμή έρχεται, όταν δεν είσαι καν σε θέση να επιλέξεις, τι ρούχα θα βάλεις στο πάρτι την Παρασκευή.
Έτσι λοιπόν παίρνεις την απόφαση: Καλύτερα ένα τέλος με πόνο,
παρά ένας πόνος χωρίς τέλος. Δεν πρέπει να χάνεις ούτε μια στιγμή από την ζωή σου, γιατί αν συγκεντρώσεις όλες τις χαμένες σου στιγμές, φτιάχνεις μια ολόκληρη ζωή.
Όλοι οι άνθρωποι κάποτε πεθαίνουν.
Λίγοι όμως πραγματικά έζησαν...