Δευτέρα, Μαρτίου 1

μοναχα σιωπη,να τι μας εμεινε.....


00:20 μμ. Περασμένα μεσάνυχτα λοιπόν κι εγώ βρίσκομαι γι΄ άλλη μια φορά μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή να αφήνω σκέψεις ... Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και ο ήχος από το " τίποτα" του Κότσιρα, μου κάνουν συντροφιά κι αυτό το βράδυ ... Πάνε μόλις λίγες ημέρες από εκείνο το βράδυ που μιλούσα για εσένα ή καλύτερα για εμάς στον Θαναση... Θα ταν τέτοια ώρα περίπου αν θυμάμαι καλά . Ίσως λίγο νωρίτερα , ίσως λίγο αργότερα ...
Άλλο ένα βράδυ που πέρασε με το κρασί να κυλά στις φλέβες μου και τα χείλη μου να υφαίνουν λέξεις γεμάτες πόνο ενώ το μυαλό γέμιζε από εικόνες εμάς των δύο μαζί ... Με ρωτούσε για εσένα κι εγώ άρχισα να μιλώ ... Θυμάμαι , να λέω " Ξέρω , πώς όσος καιρός κι αν περάσει , ακόμη κι αν περάσουν χρόνια ολόκληρα εκείνη θα ψάξει να με βρει , να μου μιλήσει ... Δεν ξέρω , τον τρόπο που θα το κάνει , μα θα το κάνει και ξέρω πώς αν δεν το ΄χει κάνει ακόμη, είναι ίσως γιατί μας είναι δύσκολο ... αφάνταστα δύσκολο , τρομαχτικά δύσκολο να πιστέψουμε ότι τόσο σύντομα κάποιος μας αγάπησε τόσο πολύ... " .
. Δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη να σου γράψω , ούτε το θάρρος ... Σου έγραψα περισσότερα απ΄ ότι έπρεπε, και θα μπορούσα να γράψω ακόμη πιο πολλά , μα , συγκρατήθηκα . Έγραφα μηχανικά και δειλά παράλληλα δίχως να πιστεύω αυτό το οποίο έκανα εκείνη τη στιγμή . Ξέρεις , ακόμη δεν το έχω συνειδητοποιήσει ...
Πέρασαν 6 μήνες απο τότε που άφησες το νησί.Εξη μηνες....
Τόσοι χρειάστηκαν για να μου στείλεις ένα μνμ ... Ήξερα πως κάποια στιγμή θα μου έστελνες, μα δεν το περίμενα τώρα και με αυτό τον τρόπο . Δεν ξέρω γιατί το έκανες κι ούτε θα μπω στην διαδικασία να μάθω τον λόγο . Ίσως , ήταν ένα απ΄ αυτά τα βράδια που πέρασες μόνη σου πίνοντας κόκκινο κρασί και ακούγοντας μουσική όπως πάντα ... Ίσως να ένιωθες όπως εγώ τώρα , ίσως να είχες την ανάγκη να το κάνεις , ίσως απλά να ήθελες να περάσεις τον χρόνο σου γράφοντας ότι σου σκάσει στο μυαλό ... Δεν ξέρω Δεν ξέρω επίσης εάν έχω τον αριθμό σου ... Στην προσπάθειά μου να ξεπεράσω τον χωρισμό μας άλλαξα σχεδόν αμέσως αριθμό και την sim ούτε που ξέρω εάν την έχω καταχωνιασμένη σε κάποιο συρτάρι ! Δεν ξέρω πως το έκανα αυτό και τόσα άλλα βέβαια . Πως συγκρατήθηκα να μη σου ξαναστείλω , να μη σε πάρω να ακούσω έστω την φωνή σου , να μην έρθω στο σπίτι σου στην Αθήνα και να χτυπήσω την πόρτα ... Ξέρω ότι κάτι με βοήθησε και το κατάφερα ...
Έκανα πολλά κι ακόμη κάνω για να ξεπεράσω , για να ξεχάσω , για να τρέξω και να φύγω μακριά από το παρελθόν , μα όσο το κάνω τόσο πιο κοντά του έρχομαι θαρρώ ... Άλλαξα και αλλάζω κάθε μέρα πιο πολύ. Και εσωτερικά και εξωτερικά απ΄ ό,τι λένε . Το ΄χω ανάγκη . Μόνο που δεν έχω κανένα να με κάνει να θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος όπως τότε, που είχα εσένα κι εσύ εμένα . Όχι επειδή δεν υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να είναι κοντά μου , μα γιατί εγώ τους διώχνω όσο εκείνοι με πλησιάζουν ...
Χθες βράδυ, βγήκα και κάποια κοπέλα με κοίταξε στα μάτια και μου είπε πάνω από δέκα φορές πως θέλει να είναι μαζί μου . Απέφυγα για ώρα να της απαντήσω μέχρι που έδωσα μια απάντηση που ούτε καν εγώ δεν περίμενα « Ό,τι είχα να δώσω σε μια γυναίκα , το έδωσα καιρό πριν. Δεν έχω να δώσω τίποτα. Oχι μόνο σε εσένα, αλλά σε κανένα ...».!!!



Σου έδωσα τα πάντα , κι ακόμη τα ΄χεις . Μάλλον… ξέχασες να τα βάλεις στις κούτες με τα πράγματά σου ... Σου έδωσα την ψυχή , την καρδιά , την σκέψη , την αγάπη κι ότι είχα και έμεινα με ένα μεγάλο τίποτα και πολλές αναμνήσεις που αξίζουν όσο τίποτε άλλο ...

οτι κουβαλαμε μεσα μας δεν γινεται απουσια.....

27/09/09 06:21
Κλείνω τα μάτια και η θύμησή σου πλέκεται σε δικά μου μονοπάτια μιας άλυτης σιωπής. Κλείστηκαν οι μνήμες στο σεντούκι και πέταξα τα κλειδιά στην ησυχία της νύχτας! Αφανέρωτες λέξεις γίνηκαν Ερινύες να μαρτυρούν το χθες, στις διαδρομές του σήμερα.
Και ο ίδιος σκοπός να βασανίζει το νου. Συντροφιά απουσίας που γίνηκε σταθμός,
οι διαβάτες προσπερνούν στην αποβάθρα, πηγαινοέρχονται οι ώρες, τα λεπτά...αλλάζει η μέρα, αλλάζει ο καιρός,
αδυσώπητος ο κόμπος στο λαιμό, που σημαδεύει τις στιγμές.
Κλείνω τα χέρια και σε κρατώ ανάμεσα στα όνειρά μου,
εκείνα έθρεψαν την επιθυμία, εκείνα σε κράτησαν ζωντανή να με συντροφεύεις στο κενό της ύπαρξής σου.
Μιλήσαμε με τα μάτια κλειστά και αφήσαμε της αλήθειας τα μυστικά να θάψουνε το ψέμα.
Κοίταξε τον ήλιο και άσε με να σε κοιτώ,
ποτέ δεν σε άφησα απ’ των χεριών μου την αφή και κύλήσες και χάθηκες στης κόψης το μαχαίρι.
Αρνήθηκε η μοίρα να σώσει το καιρό που παραμόνευε στης νύχτας τα θηρία να βρει ανατροφή.
Έλειψες μια στιγμή και φάνηκε αιώνας. Έφυγες και σκόρπισες σιωπή στης καρδιάς μου το κυκλώνα. Αδυσώπητη φυγή οδηγεί τα βήματά σου, σωτηρία στη φυγή αφορμή για τα όνειρά σου.
Έλειπες...λείπεις...έφυγες..
΄΄Απουσία΄΄ χάραξε στης ζωής μου τον μαυρο πίνακα η κιμωλία .
Μ έναν θορυβο σιωπής που σου τρυπαει τ αυτιά!!!!

Ό,τι κουβαλάμε μέσα μας ποτέ δεν θα γίνει απουσία!


Είμαι δεμένος στο σώμα σου σαν άγριο σκυλί σε πάσσαλο και αλυχτάω, όχι γιατί θέλω να λευτερωθώ και να το σκάσω, αλλά επειδή δεν σε φέρνουνε σε μένα μια ώρα αρχίτερα να κόψω με τα δόντια μου τις σάρκες σου, αυτές που ντύνεσαι για να είσαι «όπως πρέπει» μπρος στους τρίτους.
Το πάθος μου για σένα συγκρίνεται μονάχα με ένα μάτσο απρέπειες μη εξημερωμένου ζώου. Θέλω να σε απολαύσω αργά. Θα μένω λοιπόν κάμποσο νηστικός. Θα αφήνω την πείνα μου να ξαναμεγαλώνει σαν κλαδεμένο κλαρί, για να σε ευχαριστηθώ πάλι από την αρχή. Δεν θα σε λυπάμαι που θα κείτεσαι κι εσύ αιχμαλωτισμένη. Θα σε ποδοπατάω. Κανείς δεν λυπάται κάτι το θεϊκό.
Κανείς δεν δείχνει ευσπλαχνία για το αναίτια υπέροχο. Θα τα υποστείς όλα μέχρι να γιατρευτεί η λύσσα του έρωτά μου.

15 Αυγούστου...
Θα σε σκεπάσω με έρωτα την επόμενη φορά που θα ιδωθούμε. Τα χάδια θα έχουν έκταση. Θα σε μπουκώσω με όλες τις χαρές της σάρκας μέχρι να λιγοθυμήσεις, να πέσεις να πεθάνεις. Θέλω μαζί μου να τα χάσεις ολότελα και να ομολογήσεις κρυφά στον εαυτό σου, ότι ποτέ δεν είχες τολμήσει να ονειρευτείς τέτοιο παραλήρημα…

Όταν γεράσεις, θέλω να νοσταλγείς αυτές τις λίγες ώρες, θέλω να ανατριχιάζεις ολόκληρη από την παλιά χαρά όταν στον νου σου θα τη φέρνεις.

Δεν θα με κουράσουν ποτέ οι συναντήσεις μας. Μπορεί ο άνθρωπος να χορτάσει το νερό; Μπορεί το χορτάρι να βαρεθεί τον ήλιο; Μπορεί η κορφή του ψηλού βουνού να θελήσει να τινάξει από πάνω της το παγωμένο χιόνι; Εσύ , είσαι απ’ τις ανάγκες η πιο ζωτική. Δεν έχεις τίποτα απ’ τις άλλες – όλες μαζί – να ζηλέψεις.
καμία άλλη δεν θα πάρει ποτέ με πράξεις ή με λόγια τη θέση σου στην καρδιά μου, που θα είναι πάντα αφιερωμένη σε σένα, ώσπου να μην είμαι πια τίποτε…

Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα το μάθει αυτό… ήμουν και είμαι δικός σου ολοκληρωτικά για να σε υπακούω, να σε τιμώ, να σε αγαπώ και να δραπετεύσω μαζί σου όποτε και όπως εσύ θα ορίσεις

παλι και παλη.....


Γελάω τώρα μόνος μου καθώς σε σκέφτομαι. Δεν φοβάμαι καθόλου τη γλύκα σου. Και πόσο έκαιγες χθες…μου άρεσε αυτό διαφορετικά δεν θα το ήθελα. Βλέπεις, παρά τις υποψίες μου, δεν ήμουν προετοιμασμένος για την καταιγίδα που ξεσήκωσες… Και σήμερα, παρ’ όλο που σφύζω από υγεία, νιώθω μια γλυκιά παράλυση στα μπράτσα μου…είναι επειδή σε κρατούσα τόσο σφιχτά… Εύχομαι να μπορούσα να τη διατηρήσω

Μαζί θα δώσουμε την καλύτερη δυνατή μάχη ενάντια στην μοναξιά, στην γκαντεμιά, στον θάνατο, στην αδικία, στην τεμπελιά (τον παλιό αυτόν εχθρό μας), στα υποκατάστατα, στους φόβους και όλα τα άλλα ασήμαντα πράγματα για χάρη του τρόπου που κάθεσαι με την πλάτη ίσια στον καναπέ και είσαι πιο αξιαγάπητη από κάθε προτομή που στόλισε ποτέ την πλώρη καραβιού ή έγειρε στο πλάι από το φύσημα του αγέρα και για χάρη της καλοσύνης, της σταθερότητας, της αγάπης μας και των αγαπημένων μερόνυχτων που περάσαμε στο κρεβάτι

Πόνεσα... Πόνεσα πολύ με την απόφασή σου να σταματήσουμε. Μα το ήθελες και αφού το ήθελες τι είμαι εγώ να σε εμποδίσω; Ποιος άνθρωπος μπορεί στα αλήθεια να εμποδίσει τον άλλον; Να του πει πράξε έτσι, πράξε αλλιώς; Όχι, δε γίνονται αυτά.
Μα ο πόνος υπάρχει. Είναι ανεξάρτητος και από τα εμπόδια και από τα λόγια και από όλα.
Είπα στην αρχή πως δε θα σε σκέφτομαι, μα έτσι με αυτήν την απόφαση σε σκέφτομαι ακόμη περισσότερο. Εισαι εδω όλη μέρα. Περπατάς μες στο κεφάλι κι ακούω τα βήματά σου να με ενοχλούν. Είναι οι ώρες που με ενοχλείς... Με ενοχλεί το γεγονός ότι σε ερωτεύτηκα και δε σε αγάπησα.
Αυτό ήθελα και αυτό αποζητούσα σε σένα. Όχι αγάπη... Έρωτα, γιατί είμαι άνθρωπος βουτηγμένος σε εγωισμούς. Γιατί σε ήθελα κτήμα μου και τίποτα άλλο. Και ακόμη έτσι σε θέλω.

Δεν ξέρω τι είναι αυτός ο σεβασμός που λένε. Η εκτίμηση στον άλλον, η άδολη αγάπη.


Είναι άγνωστα για μένα πράγματα αυτά. Δεν τα αισθάνθηκα ποτέ στον ερωτά μου για σένα. Μόνο άγρια πράγματα, πρωτόγονα ένστικτα μου βγήκαν στην επιφάνεια και κολύμπησαν στο ταραγμένο μυαλό μου. Γιατί έτσι ήταν το μυαλό μου από τη στιγμή που σε ερωτεύτηκα. Θάλασσα φουρτουνιασμένη, αέρας βαρύς και φωτιά που τρώει τα πάντα.
Κοιτούσα το πρόσωπό σου κι ήθελα να σε κρατήσω δική μου για πάντα, κλεισμένη και σε ένα κουτί αν μπορούσα. Να ανοίγω το κουτί και να κοιτώ το πρόσωπό σου. Να το φιλώ όπως φιλάμε ένα ιερό φυλαχτό. Τα βράδια ονειρευόμουν το πρόσωπό σου, μονάχα το πρόσωπό σου, να βγαίνει από γωνίες σκοτεινές και να με κοιτά με αυτά τα μάτια σου, να μου γελά με τα χείλη που τόσο τρελάθηκα για αυτά.
Κοιτούσα το σώμα σου, μισόγυμνο, σκεπασμένη με τα γαλαζια σεντόνια στο κρεβάτι που μόλις είχαμε ενωθεί και δεν ήθελα τίποτα άλλο παρά μόνο να σε κατασπαράξω. Να κολλήσω πάνω σου με αγωνία και να σου ζητήσω να ακουμπήσω για πάντα στο σώμα σου. Να ανασαίνω τη μυρωδιά σου, να οσμίζομαι τις ανάσες σου, να ρουφώ τα γέλια σου...
Αγάπη μου...
Τo ξέρω πως τέτοιος έρωτας δεν αντέχεται εύκολα. Ποιος αντέχει να τον κατατρώνε; Μόνο αυτός που ξέρει να ξαναγεννά τη σάρκα του και την προσφέρει πάλι για φάγωμα. Ποιος τα μπορεί αυτά τα πράγματα; Για αυτό και σε καταλαβαίνω.
Και εγώ θα έφευγα, -ίσως να έφευγα-, ίσως και να γυρίσεις πάλι, όπως τόσες φορές έχουμε κάνει και εγώ και εσύ. Σε καταλαβαίνω όμως. Δε θα κατηγορήσω τίποτα από αυτά που μου είπες. Τον εαυτό μου πρέπει να κατηγορήσω, αλλά με ξέρεις είμαι τόσο εγωιστης, που και αυτό αδυνατώ να το κάνω. Πάλι τα ίδια θα σου έλεγα, πάλι τα ίδια θα έκανα ακόμη και αν γύρναγες, γιατί ο έρωτας σε τρελαίνει. Δεν υπάρχει λογική, δεν υπάρχει αγάπη στον έρωτα.

καλα εκανες και εφυγες!!!


Είμαι στο γραφείο και σου γράφω. Έχω το παράθυρο μπροστά μου. Ένα ψηλό φαρδύ παράθυρο με μπλέ κουρτίνες. Είναι το μοναδικό παράθυρο του σπιτιού με μπλέ κουρτίνες. Ο καιρός είναι υγρός και μουντός. Το χώμα μυρίζει βροχή που έρχεται. Κάποιες στάλες ήδη έχουν πέσει στην κουπαστή του μπαλκονιού. Βλέπω την κορυφή ενός ωραίου δέντρου που έχω στο κτήμα. Είναι γυμνό τώρα και τα κλαριά του μοιάζουν με εκείνα των δέντρων που ζωγραφίζω. Ξέρεις δεν ζωγραφίζω πολύ καλά. Δίνω ωραίες γραμμές όμως στα σκίτσα, έτσι που να μοιάζουνε με σκίτσα κάποιου σπουδαίου ζωγράφου, όμως αν τα προσέξεις από κοντά και επιμείνεις στις λεπτομέρειες, θα διαπιστώσεις πολλά λάθη μέσα τους. Παρόλα αυτά, πάντα σχεδιάζω όμορφα γυμνά δέντρα... Ποτέ δε βάζω χρώμα... Μόνο γραμμές, ωραίες γραμμές και στο τέλος τα φυσώ για να τους δώσω ζωή, φυσώ την πένα μου να σχεδιάσει την τελική γραμμή, που σπάει, που τρεμουλιάζει στο σωστό σημείο, και τελειώνει αυστηρή με μια στρογγυλή ανεπαίσθητη γλυκάδα...

Είναι πολλά πράγματα που δε σου είπα, δεν τα πρόλαβα ίσως...
Και είναι και πολλά που ποτέ δε θα σου έλεγα αλλά θα απαιτούσα από εσένα να μου τα πεις όλα...
Να μου ξεγυμνώσεις τη ψυχή σου ενώ εγώ θα κρατάω καλά τυλιγμένη τη δική μου. Έτσι είμαι, ένας άνθρωπος, που όλο ζητάει και δίνει ελάχιστα...
Καλά έκανες και έφυγες...
Δεν ξέρω τι κακό θα είχα κάνει και σε σένα και σε μένα αν έμενες... δεν ξέρω...
Τα μέσα μου θα έτρωγα και μαζί με αυτά και τα δικά σου.
Θα τρελαινόμουν σιγά σιγά. Ήδη είχε αρχίσει.
Ένας αέρας σηκώνονταν πολλές φορές στο στήθος μου και φύσαγε ουρλιάζοντας, σαν τους νυχτερινούς αγέρηδες στην εξοχή.
Κι όταν κάναμε έρωτα πότε τρυφερά και πότε δυνατά, άπειρες ήσαν οι φορές που θέλησα να ξεψυχήσεις σφιχταγκαλιασμένη γύρω μου κι άλλες τόσες να αφήσω την ψυχή μου μέσα στα βάθη εκείνων των φιλιών μας....
Θυμάμαι τα χέρια μου να ψάχνουν αχόρταγα την ήβη σου, νοτισμένη σα βρεγμένο χώμα για μένα, τα πόδια σου να μπλέκονται με τα δικά μου, οι αναπνοές σου να βογκούν το όνομά μου άγρια, τα χείλη σου να πιέζουν τα δικά μου με μικρές υγρές δαγκωνιές λαχτάρας και παράδοσης... Να μουρμουρίζεις πως ήθελες να σβήσεις εκείνη την ώρα, εκείνες τις στιγμές που το σώμα σου αναταράζονταν στα αφρισμένα μας κύματα κι οι πνοές σου γίνοταν θύελλες που φούσκωναν πανιά για τα ταξίδια τα επικίνδυνα...
Που να υποπτευόμουν ότι κάποια ταξίδια δεν έχουν γυρισμό, που να υποπτευόσουν...
Δεν υποπτευόσουν μα γνώριζες... Αλλά καμωνόσουν πως δεν ήξερες, πως δεν έβλεπες, πίστευες πως όλα μπορούσες να τα προλάβεις, να τα ελέγξεις... Τη στιγμή που όλα είχανε αρχίσει από την αρχή να ελέγχουνε εσένα... Μόνο θυμήσου...
Θυμήσου και μετά αποφάσισε ή κρίνε κατά πόσο μπορούσαμε να ελέγξουμε τα πράγματα τα ανεξέλεγκτα, πράγματα που από τη φύση τους είναι εκτός κάθε ελέγχου...
Και δεν ξεκινήσαμε καθόλου έτσι. Ποιον δρόμο πήραμε λάθος ή ήταν όλα προδιαγεγραμμένα κι εμείς απλώς πατούσαμε σε ήδη πατημένα μονοπάτια; Υπήρξαμε άραγε τόσο ανόητοι ή απλώς θαρραλέοι από άγνοια;

Θυμάσαι το μονοπάτι δίπλα από το σπίτι σου; Το δρομάκι γεμάτο από ξερά σπασμένα φύλλα κάτω. Θυμάμαι την απόλαυση να τα πατάω…… Να ακούω το θόρυβο του τσακίσματος...

Θυμάσαι τα χέρια μας μπλεγμένα; χαμένοι ο καθένας στη δικιά του σκέψη, στη δικιά του σιωπή, αμήχανοι κι οι δυο μπροστά σε αυτό που νοιώθαμε πως γεννιόταν. Σε αυτό που το είχαμε απορρίψει εξαρχής κι είχαμε υποσχεθεί να το κρατήσουμε μακριά...

θυμάσαι; την αγκαλια στην βραδυνή συναυλία, να με κρατάς σφιχτά καθώς κρύωνα, να χώνω το χέρι μου αναμεσα στα ποδια σου, να σου ζητώ αγάπη... Δεν τήρησα τη συμφωνία μας... Μα ούτε κι εσύ... Ζήτησες κι εσύ με τον ίδιο τρόπο που έδωσες. Έψαχνες το χέρι μου να ακουμπήσει στο μάγουλό σου και σαν μικρό παιδάκι έγερνες στο πλάι καθώς κοιτούσα το πλαϊνό μέρος του λαιμού σου... Με ανατρίχιαζε αυτό που αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή, ανατρίχιαζες κι εσύ από το άγγιγμα. Μιλούσαμε, κοιτώντας στα μάτια ο ένας στον άλλον και κάθε κουβέντα, κάθε αδιάφορη παρατήρηση μπορούσε να γίνει έρωτας... Κάθε τραγούδι μπορούσε να γίνει αφορμή... Γιατί ήμασταν γεμάτοι από έρωτα που υπερχείλιζε, γεμάτοι από έρωτα που έπρεπε να δοθεί... Το είχες πει από την αρχή... Να αλαφρύνουμε τα βάρη μας, τις σκιές μας, να πνίξουμε μα να μην πνιγούμε.
Τα αφήσαμε όλα κι εξελίχτηκαν. Σα να μας συνέβαινε για πρώτη φορά... Σα να ήμασταν έφηβοι 15 χρονών...
Και τώρα σε διώχνω... Για να με διώξεις εσύ μετά... Το ξέρουμε τώρα πια καλά το παιχνίδι. Απλώς αλλάζουμε ρόλους κάθε φορά... Η επόμενη φορά θα είναι η σειρά σου... Το επόμενο γράμμα θα είναι δικό σου, το μεθεπόμενο δικό μου...
Πόσο διαφορετικά ακούγεται το "αγάπη μου" όταν θα το μουρμουρίσω σε σένα...

κριμα.....


23:41 μ.μ . Έξω βρέχει, και γύρω μου κόσμος πολύς, μα μέσα μου παντού ένα μεγάλο τίποτα ... Δεν ξέρω τι με έφερε απόψε εδώ . Ίσως … η ανάγκη μου να γράψω, ότι τόσο καιρό κρατώ μες στα στενά δρομάκια του μυαλού μου. Ίσως πάλι το χθεσινό βράδυ ... Δύσκολο βράδυ . Ο πόνος ήρθε και μου χτύπησε την πόρτα ξαφνικά, και πριν προλάβω να του πω ότι δεν ήμουν εκεί, μπήκε μέσα απότομα και έφερε βροχή στα μάτια μου και μια φωνή.: " 'Έλα ρε! ηρέμησε... Τι μου έπαθες τώρα ; Έλα, άσε τις μαλακίες και γέλα όπως τόσο καιρό κάνεις και κανενας δεν καταλαβαίνει τίποτα ... Έλα ρε μαλάκα μου, πάρε τα πάνω σου !!!... " .
Δεν ξέρω πως άφησα τον εαυτό μου χθες να τρέξει πίσω με τόσο μεγάλη ταχύτητα, που όσο κι αν έτρεχα ξωπίσω του φωνάζοντας να γυρίσει στο τώρα μου, εκείνος δεν μ΄ άκουγε καν. Κι ολοένα απομακρυνόταν από μένα, αφήνοντας πίσω ένα παράξενο άρωμα, κάτι που θύμιζε παλιό.... Κάτι που θύμιζε εσένα ...
Εσένα, όταν σχολούσες από την δουλειά κι ερχόσουν για καφέ, κι εγώ σε ένιωθα να ανεβαίνεις τις σκάλες και σήκωνα το σώμα μου από τον καναπέ για να σε δω να μπαίνεις…..
Μα ευτυχώς , δίχως να γνωρίζω το πώς, κατάφερα και έδιωξα τον πόνο μακριά μου, βάζοντας ένα μαξιλάρι δίπλα μου στην μοναξιά.
Να αισθάνεται άνετα, όπως κι εγώ με εκείνη . Την συνήθισα βλέπεις. Τόσο, που της ζήτησα ή μάλλον απαίτησα, να συγκατοικήσουμε στο νέο μου σπίτι . Γιατί να ξέρεις πως τώρα, έχω ένα σπίτι ... Ναι, τώρα έχω ένα σπίτι !
Τώρα, έχω ένα σπίτι που ποτέ δεν θα το δεις ...τι κρίμα……

πες μου....

Να ΄ξέρες πόσο ανάγκη σε ΄χω αυτή τη στιγμή ... Πόσο ανάγκη έχω να νιώσω τα φτερά σου να με κλείνουν μέσα τους, και τις άκρες των δαχτύλων σου ν΄ αγγίζουν δειλά κάθε ίχνος του κορμιού μου, αφήνοντας πάνω τ΄ αποτυπώματά σου ...Θέλω ν΄ ακούσω τον ήχο της φωνής σου ! να δω το βλέμμα σου να καρφώνεται πάνω μου και να αισθανθώ την ανάσα σου να γίνεται ένα με την δική μου ... Θέλω να μου μιλάς και εγώ να στέκομαι σιωπηλός και ν΄ αποτυπώνω στην μνήμη τον ήχο της φωνής σου, σαν να ΄ναι η τελευταία φορά που τον ακούω και τρέμω μη τον χάσω ... Γιατί ξέρω ότι κάποια στιγμή θα τον χάσω κι ας μη το θέλω ... Σε παρακαλώ, άπλωσε κι απόψε τα λευκά φτερά σου κι έλα κοντά μου . Έχω αφήσει το κλειδί στην πόρτα και ένα μαξιλάρι πλάι στο δικό μου που περιμένει να καλύψεις το κενό ... Στο κομοδίνο, δυο κρυστάλλινα ποτήρια κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί δίπλα στην δική μου μιζέρια..Μα κι αν δεν έρθεις, δεν πειράζει ...Θα καβαλήσω την μηχανή και θα έρθω να σε βρω… αύριο, με το πλοίο…….. Πες μου απλά που μένεις, και θα ΄έρθω εγώ . Πες μου τον δρόμο που οδηγεί έξω απ΄ την πόρτα σου, και μη φοβάσαι ! Δεν θα την περάσω . Εκεί θα στέκω, ακόμη κι αν πέφτει βροχή και καίει τα τσακισμένα μου φτερά.
Εκεί, να νοιώθω τον χτύπο που έχασε η καρδιά μου, να πάλλεται στο στήθος σου ... Πες μου, μονάχα ποιο δρόμο πρέπει ν΄ ακολουθήσω για να φτάσω στον στενό που θα με φέρει σε σένα . Δεν με νοιάζει τι εμπόδια θα συναντήσω, θα διανύσω την απόσταση που μας χωρίζει για να μυρίσω τ΄ άρωμα του κορμιού σου έστω κι από μακριά ... Πες μου τον δρόμο, κι ας μην αισθανθούν τα χείλη μου την γεύση των δικών σου . Εγώ θα έρθω σέρνοντας το εγώ μου ως εκεί. Απλά και μόνο για να πω ότι περπάτησα στον δρόμο που πατάς ...
Πες μου άγγελέ μου.....

φευγω,εχω να δω ενα σπιτι.....


Υπάρχουν σκέψεις που σαν λέξεις κρέμονται στην άκρη των χειλιών μου, μα είναι ακατόρθωτο να βγουν έτσι σκόρπιες που είναι ...
Φεύγω ... Έχω να δω ένα σπίτι ... άλλο ένα σπίτι ... Ένα σπίτι, που εσύ δεν θα δεις ποτέ ... Ένα σπίτι, που δεν θα μάθεις ποτέ την διεύθυνσή του ... Ένα σπίτι, που δεν θα πατήσεις ποτέ τα πόδια σου ... Σ΄ αυτό το σπίτι θα μένω εγώ. Παρέα μου θα είναι η μοναξιά κι ο πόνος, και με λαχτάρα θα περιμένουμε με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί την λησμονιά ... Δεν θέλω να σε ξαναδώ ή να ακούσω τίποτε απολύτως για εσένα... Είναι πολλά που δεν θα μάθεις ποτέ, όπως κι εγώ. Όπως, τι με οδήγησε να πάρω τα πράγματά μου από το σπίτι και να τελειώνει γρήγορα αυτή η υπόθεση ... Έπεσα, χαμηλά μου λένε…… έχουν βγάλει κιόλας τα συμπεράσματα τους . Λες κι είναι μέσα μου και ξέρουν τι περνώ, τι νοιώθω για σένα-για εμάς, γι αυτήν….. Ότι με πήρες από κοντά της κι άλλα πολλά….
Που να ήξεραν σε τι κατάσταση με βρήκες και με περιμάζεψες σαν το αδέσποτο….. Παρ όλ’ αυτά εγώ σε δικαιολογώ σε όλους και δεν αφήνω κανένα να πει οτιδήποτε άσχημο για εσένα. Μόνο σε εμένα δεν μπορώ να σε δικαιολογήσω ... Και δεν θα προσπαθήσω καν να το κάνω ...
Όταν μπω στο σπίτι, θα φυλάξω ότι έχω από εσένα σε ένα μικρό κουτί που θα το κρύψω τόσο καλά, ώστε να μην μπορώ ούτε καν εγώ να το βρω . Μόνο το κινητό μου θα κρατήσω . Αυτό, το κινητό που με ξύπναγε όταν κοιμόμασταν μαζί, για να βλέπω πόσο αργά κυλάει ο χρόνος μακριά σου ... Μόνο αυτό! για να αντικρίζω τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες, τις μέρες, τους μήνες, να περνούν δίχως εσένα ... Μονάχα αυτό..

Έχω όνειρα


04:49 πμ . Πάει λίγη ώρα που μπήκα στο μαγαζί. Είμαστε μόλις 5 νύχτες μακριά ο ένας απ΄ τον άλλο κι όμως, στην σκέψη μου φαντάζει αιώνας ήδη ... Κοιτώ γύρω μου και τα μάτια μου βουρκώνουν στην αίσθηση της απουσίας σου. Μόνη μου συντροφιά η φλόγα των κεριών και το απόλυτο τίποτα . Έχει περάσει αρκετός καιρός από τότε που έμεινα μόνος μου και τα συναισθήματα διενεργούν πόλεμο μέσα μου ...
Από μικρό παιδί ήμουν μόνος ακόμη κι αν ακριβώς δίπλα μου ήταν δεκάδες άνθρωποι. Η μοναξιά είχε γίνει μόνιμη επισκέπτης της καθημερινότητάς μου και τώρα πάνω που έλεγα ότι επιτέλους είχα απαλλαχθεί από την επίπονη παρουσία της εσύ έφυγες κι έτσι μου ξαναχτύπησε την πόρτα γι΄ άλλη μια φορά ...
Πονάω ... πονάω πολύ και δεν ξέρω τι να κάνω για να αισθανθώ έστω, και λίγο αυτό το αίσθημα γαλήνης που με κυριεύει κάθε που κουρνιάζω στην αγκαλιά σου ... Μόνο κοντά σου αισθάνομαι όμορφα κι ας με πονάς όπως σε πονώ κάποιες φορές . Μονάχα μαζί σου νιώθω ότι μπορώ να τα καταφέρω και να μην τα βάλω κάτω . Κάτι τέτοιες στιγμές καταλαβαίνω πολλά . Ίσως γι΄ αυτό να υπάρχει η απόσταση . Για να μας βάζει σε σκέψεις αλλιώτικες απ΄ τις συνηθισμένες . Ξέρω , περνάμε δύσκολα κι εσύ κι εγώ . Το σχοινί έχει τεντώσει και εμείς κρεμόμαστε με ένα μισό χαμόγελο παλεύοντας να κρατηθούμε σ΄ αυτό ... Είναι δύσκολο . Πολύ δύσκολο . Έρχονται στιγμές που λυγίζω και χάνω την δύναμη μου . Τα χέρια μου γλιστράνε και ο φόβος με κυριεύει μη τυχόν πέσω με δύναμη στο έδαφος και μείνω εκεί με την ψυχή στο πάτωμα και το βλέμμα καρφωμένο πάνω σου να σε κοιτώ από μακριά . Μα έρχονται κι άλλες που γλιστράς εσύ, και τότε, με λούζει κρύος ιδρώτας στην σκέψη και μόνο της απομάκρυνσης του κορμιού σου από δίπλα μου ...
Θυμάμαι ένα βράδυ πριν από καιρό, εμάς τους δύο στο αμάξι πλάι σε μια παραλία άδεια και στο κέντρο της ένα ολόγιομο φεγγάρι να φωτίζει τα πρόσωπά μας γεμάτα από αγάπη . Εμένα να κλαίω και να σου λέω ότι δεν αντέχω άλλα εμπόδια στον δρόμο μου. Κι εσύ να μου λες ότι είμαι τυχερός που έχω περάσει τόσα σ΄ αυτή την ηλικία... Εξακολουθώ ξέρεις να λέω ότι δεν αντέχω άλλα εμπόδια . Έχω κουραστεί τόσο πολύ ... Όμως παράλληλα εξακολουθώ να συνεχίζω να τα προσπερνώ χαμογελώντας τους ειρωνικά και γυρίζοντάς τους την πλάτη… ξέρω τι λένε για μένα……….
Εσύ με βοηθάς σ΄ αυτό. Όπως κι εγώ εσένα, Όσο και όπως μπορώ. Και με όση δύναμη μου έχει απομείνει σε ότι χρειάζεσαι . Και αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε . Έχουμε περάσει πολλά για να σταματήσουμε να το κάνουμε τώρα, και ειδικά αυτή τη περίοδο που κανονικά θα έπρεπε να είμαστε γεμάτοι από όμορφα συναισθήματα .

Δεν πρόκειται να το βάλω κάτω . Ίσως , αύριο τέτοια ώρα λέω το αντίθετο (με ξέρεις τώρα….), μα θέλω να το ξέρεις, πως δεν θα το κάνω . Θα παλέψω με νύχια και με δόντια να βγούμε νικητές σ΄ αυτή τη μάχη κι όχι από εγωισμό, αλλά γιατί σε αγαπάω πολύ, σαν άνθρωπο πάνω απ΄ όλα. Για να μην προσπαθήσω να μείνουμε ο ένας στο πλάι του άλλου συνεχίζοντας να κάνουμε όνειρα χωρίς μέλλον. Βοήθεια θέλω. Μονάχα αυτό σου ζητώ. Βοήθησε με να μας βοηθήσω ... Βοήθησέ με να συνεχίσω να περπατώ δίπλα σου και να νιώθω κάθε βράδυ τα δάχτυλά σου να τυλίγουν το κορμί μου ακούγοντας τον ήχο της φωνής σου να μου λέει όπως όλα τα βράδια μας μαζί πως μ΄ αγαπάς ...Έχω όνειρα που τα ΄χω παρατήσει σε μια γωνιά και τώρα θα παλέψω να τα κάνω μια μικρή πραγματικότητα .Ένα απ΄ αυτά είναι να συνεχίσω να είμαι μαζί σου . Ίσως να είναι το πιο δύσκολο απ΄ όλα, μα εγώ θα το παλέψω γιατί έχουμε περάσει πολλά για ν΄ αφήσουμε αυτό το όνειρο στην μέση ... Από ΄σένα θέλω μονάχα να μείνεις κοντά μου . ... Ζητώ πολλά ;

..........δεν μιλας.........





04:45 πμ . Πάλι δεν κοιμάμαι . Δεν μπορώ να κοιμηθώ . Για να ΄μαι ειλικρινής, δεν ξέρω αν δεν μπορώ ή δεν θέλω ... Μόνος μες στο σκοτάδι παλεύω να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου . Απ΄ το παράθυρο ένα αεράκι δροσίζει το πρόσωπο μου και ο ήχος απ΄ τα αμάξια με κάνει να θέλω να βγω έξω. Να ανάψω ένα τσιγάρο , να πιω ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και να κλάψω σαν μικρό παιδί που λαχταρά την αγκαλιά της μάνας ...
Νιώθω τόσο φθηνός, σαν το πακέτο με τα τσιγάρα δίπλα μου ... Δεν μπορώ να σου το περιγράψω και μην ρωτήσεις το γιατί , μα έτσι αισθάνομαι εδώ και πολύ ώρα ... Περπατώ με δυσκολία . Τα βήματά μου σέρνονται όπως το τσαλαπατημένο μου εγώ στον διάδρομο . Γυρίζω ξυπόλυτος σε κάθε γωνιά του σπιτιού .
Γύρω μου φωτογραφίες……
Αναμνήσεις μιας ζωής που δεν επέλεξα να ζήσω .
Ο πόθος μέσα μου για εσένα μου ρημάζει τα σωθικά και συνεχίζει ακάθεκτος να κλέβει λίγο - λίγο την ψυχή μου. Και εσύ, να τρυπώνεις σαν λαθρεπιβάτης μες στο γεμάτο από εσένανε μυαλό μου ...
Το βλέμμα μου καρφώνεται στην πόρτα, και τα δάκρυα κυλούν ακατάπαυστα απ΄ τα μάτια μου στο πρόσωπο και στον λαιμό καταλήγοντας στο στήθος μου . Νιώθω τους παλμούς της καρδιάς μου να δυναμώνουν και ξαφνικά να χάνονται μες στα συντρίμμια του εαυτού μου ... Δεν μπορώ να αναπνεύσω ! Έχω έναν κόμπο στο λαιμό που με τρομάζει . Ο ήχος της φωνής μου ανύπαρκτος όπως η παρουσία σου εδώ . Θέλω να φωνάξω τ΄ όνομά σου. Να το φωνάξω δυνατά μήπως η φωνή μου φτάσει ως εκεί κι εσύ μ΄ ακούσεις, μα δεν μπορώ ...
Πονάω , τρέμω , φοβάμαι…
05:59 πμ . Κλείνω τα μάτια κι όταν τ΄ ανοίγω συναντώ την μοναξιά μου να με προσκαλεί σ΄ έναν πρωινό περίπατο . Ξυπόλυτος όπως είμαι και μ΄ ένα λευκό μπλουζάκι βγαίνω στον δρόμο . Σβήνοντας το τσιγάρο με το γυμνό μου πόδι και μην νιώθοντας πόνο πια, σε ψάχνω στα στενά σοκάκια και στα πέτρινα σπίτια , μα εσύ πουθενά. Έτσι αποφασίζω να συναντήσω τις σιωπές μου . Ίσως εκείνες έχουν να μου πουν κάτι για εσένα αφού εσύ ... ... δεν μιλάς …..

δεν θελω να φυγεις.....


Μόλις πριν λίγο σχόλασα από την δουλειά . Ναι , δουλεύω ακόμη . Δεν ξέρω γιατί με κράτησαν ενώ τους κρέμασα τόσες μέρες κι ούτε το πώς συνεχίζω να είμαι εκεί ...

Δεν ξέρω τι με κρατάει όρθιο ακόμη ...

Το ψάχνω , μα δεν βρίσκω καμία απάντηση στο ερώτημά μου . Δεν ξέρω τι κρατάει τα γόνατά μου και δεν λυγίζουν από την κούραση .

Την σωματική , μα πιο πολύ την ψυχολογική . Έρχονται στιγμές που νιώθω ό,τι είναι οι τελευταίες . Ο κόμπος στον λαιμό επανέρχεται κι ο τρόμος για εμένα δυναμώνει ολοένα και περισσότερο .

Γιατί φοβάμαι .

Ναι , φοβάμαι .

Ίσως , περισσότερο από κάθε άλλη φορά . Φοβάμαι , για μένα . Για το τώρα μου , για το αύριό μου ...

Γράφω , όχι για να διαβάσεις , αλλά , γιατί έχω ανάγκη να αδειάσω από σκέψεις και συναισθήματα .
Ξέρω , ό,τι κάποια στιγμή θα διαβάσεις ότι εγώ γράφω τώρα . Ότι θα έρθει ένα βράδυ μοναξιάς που θα σε βρει μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή σου .

Να , σαν να σε βλέπω ... Θα φοράς εκείνη την ξεθωριασμένη μαύρη φόρμα . H μουσική στο τέρμα και ένα ποτήρι cuba libre δίπλα από το τασάκι με τις στάχτες απ΄ το τσιγάρο που θα σιγοκαίει στα δάχτυλά σου ... Μα , να σου πω κάτι ; Δεν γράφω για σένα .

Όχι , αυτή την φορά . Αυτή τη φορά γράφω για εμένα . Για την πάρτη μου και μόνο . Για εσένα εύχομαι να βρώ την δύναμη να μη ξαναγράψω ποτέ άλλοτε ...

Δεν θέλω ούτε να σε σκέφτομαι πια . Δεν θέλω να υπάρχεις μέσα μου .

Θέλω να φύγεις .

Να χαθείς από το παρελθόν μου και τις όποιες αναμνήσεις έχω από εσένα . Ακόμη και τις όμορφες . Ναι , τις όμορφες . Εκείνες που τα βράδια με αγκάλιαζες τόσο σφιχτά σαν να φοβόσουν μη με χάσεις ...
Ξέρεις , με ρωτούν όλοι για εσένα , για εμάς . Μου τηλεφωνούν και με ρωτούν κι εγώ πονάω γιατί πρέπει να πώ την αλήθεια ... Μια αλήθεια πικρή ...


Με πήρε και ο Τάκης από το Παρίσι . Μόλις αντίκρισα την κλήση με απόκρυψη στην οθόνη του κινητού μου κατάλαβα ό,τι θα ήταν εκείνος . Πάνε μέρες ... Δεν θυμάμαι την συζήτησή μας για να ΄μαι ειλικρινής κι ούτε θέλω . Θυμάμαι μόνο να τον ακούω να μου λέει ότι του έγραψες πως χωρίσαμε κι εμένα να κλαίω μπροστά από μια βιτρίνα ... Με ξαναπήρε πολλές φορές , μα εγώ δεν βρήκα την δύναμη να του μιλήσω . Έμεινα να ακούω τον ήχο της φωνής του και μετά έτσι ξαφνικά να κλείνω το τηλέφωνο ... Δεν μπορούσα , να του μιλήσω . Θα με ρωτούσε πάλι διάφορα . Ίσως , να μου έλεγε κι ό,τι μιλήσατε κι όσα είπατε και εγώ δεν ήθελα να ακούσω τίποτε ...

Δεν θέλω να μου μιλάν΄ για εσένα …..

Δεν θέλω , να μπαίνεις ούτε καν για ένα δευτερόλεπτο στην γαμημένη σκέψη μου .

Το μόνο που θέλω είναι να σε διαγράψω ...

Όχι να σε ξεχάσω . Όχι,οχι..... δεν μου φτάνει .

Θέλω να διαγραφείς εντελώς από την μνήμη μου .

Να μην υπάρχει τίποτε που να μπορεί να σε θυμίσει πια ...

Ακούγεται ίσως παράλογο , μα , αυτό θέλω ...


Ξέρεις , δεν κλαίω πια . Ίσως , τα βράδια για λίγο , μα , όπως είπα αυτό διαρκεί ελάχιστα όσο ένα αστέρι που σκάει με δύναμη από τον ουρανό . Μονάχα τόσο ... Κάποιος μου έγραψε πώς οι μεγαλύτερες νύχτες είναι εκείνες που κλαις και δεν σ΄ ακούν ...

Πόσο δίκιο είχε !!!