Κυριακή, Απριλίου 25

πόσο καλά;


























Έχεις βρεθεί ποτέ μονάχος σου,

γυμνός να κείτεσαι σ' ένα ξύλινο πάτωμα...

με το δρεπάνι του Χρόνου να σ' απειλεί;

Έχεις κοιτάξει ποτέ με τεντωμένα μάτια

τον ουρανό κατάματα;

Πόσο καλά έχεις κρύψει μέσα σου ένα άλλο πλάσμα... δολοφονικό;


Για πόσες μέρες;

Πόσα βράδια;


Πόσες ώρες και λεπτά;

Έχεις σκεφτεί ασταμάτητα με φόντο κόκαλα νεκρών

υπό τους ήχους μιας καμπάνας;

Έχεις βαφτεί με αίμα Σταυρών από δικά σου τάματα;

Ξέρεις τι είναι να γίνεσαι καθρέφτης του φονικού σου Εγώ...

να παίζεις παντομίμα μπροστά του...

κι ύστερα να τον σπας αυτοκτονώντας;

Ξέρεις τι είναι ν' ακούς για μουσική...

μόνο τους χτύπους της καρδιάς σου;

Ξέρεις πως είναι η φυλακή της αδράνειας στο σκοτάδι;

Εκεί δεν έχει φαγητό και το νερό που σε ποτίζουν, βγαίνει αλμυρό...

από πηγή αστείρευτη.

Αρνείται να σε πνίξει.
Έχεις ποτέ ονειρευτεί με μάτια ολάνοιχτα τη μέρα;

Έχεις γελάσει νευρικά με το άνοιγμα μιας λάμπας;

Πόσο καλά έχεις μάθει να μετράς...

να ξεχωρίζεις μέρες από νύχτες,

μορφές από σκιές,

σκέψεις και αισθήματα;

Πόσο καλά έχεις μάθει να ξεφεύγεις απ' όνειρα...

και να δένεσαι μ' εφιάλτες;

Πόσο καλά έχεις νιώσει...

Πόσο καλά;......................

Δε με εκπλήσσεις!

Πόσο καλά!

Πόσο καλά ξέρεις να κουλουριάζεσαι...

σ' ένα ξύλινο πάτωμα που γλιστράει!

Πόσο καλά...!



Στην G...


Οι σκέψεις γίνονται λέξεις και ξεχύνονται σαν άγρια άλογα που ελεύθερα καλπάζουν σε καταπράσινα λιβάδια...
Θεατής, ανήμπορος να τα ελέγξω, εγώ...
Το ποδοβολητό τους αισθάνομαι στο στήθος μου μέσα κάθε φορά που μια γραφή ολοκληρώνεται...
Παίρνει ζωή, οργανισμός αυτόνομος, μοναδικός...
Αναμνήσεις ενός μελλοντικού ονείρου...
Ξεκομμένο από κάθε παρελθόν ή παρόν...
Ικανό να προσφέρει τον Παράδεισο μέσα από της Κόλασης τις φλόγες...
Την ψυχή μου μπρος στα μάτια σου ακουμπώ...
Απόψε...

Μου λείπουν τα μάτια σου,
που σαν καταπράσινες θάλασσες,
σε γαλήνια φεγγαρόλουστα νερά με ταξιδεύουν...
Μου λείπει τ’ άγγιγμά σου,
που κάθε κούραση σα βάλσαμο γιατρεύει,
και πόθους σαν ολάνθιστα λιβάδια μες το καταχείμωνο γεννά σε μια στιγμή...
Μου λείπει η φωνή σου,
που του ανέμου τα μυστικά μου σιγοψιθυρίζει...
Μου λείπει η ανάσα σου,
που πότε με δροσίζει,
σαν γάργαρο νερό πηγής απ’ τα μαγικά τα δάση των ονείρων,
και πότε με καίει,
σα μια παιχνιδιάρικη φωτιά φερμένη απ’ του έρωτα τα μέρη...
Μου λείπει η μυρωδιά σου,
που σε λεμονοδάση, χαμένα με παει...
Μου λείπει το γέλιο σου,
που σε μουσικές κρυφές, απ’ των θεών τα περιβόλια, με μυεί..
Μου λείπουν τα όνειρα που ζωγραφίζεις κάθε βράδυ στης καρδιάς μου τον καμβά,
με χρώματα που απ’ τα μέρη της πατρίδας,
απ’ των άστρων μας τα δάση,
έχεις φέρει...
Μου λείπουν οι στιγμές που ένα γινόμαστε,
και σε μέρη μαγικά,
σε θύμησες παλιές φυλαγμένα,
μας πάνε.
Εκεί που η δροσοσταλιά ένα γίνεται με τη γλυκιά του φεγγαριού αχτίδα,
εκεί που τη νύχτα τόξα ουράνια χρωματίζουν,
στου έρωτα το χορό...
Μου λείπει το δάκρυ σου,
σαν το στεγνώνω με φιλιά αγκαλιά κρατώντας σε,
όταν μια ταινία σε κάνει να βουρκώνεις...
Μου λείπει η αγκαλιά σου,
που κάθε φόβο μου τον διώχνει μακριά..
Μου λείπουν τα όνειρα που ο Μορφέας στέλνει,
σαν πλάι μου το κορμί σου κουρνιάζει...
Μου λείπουν τα απογεύματα στον κήπο μας,
όταν την θάλασσα βάφει ο ήλιος με του δειλινού τα χρώματα
κι λεμονιά μας χαμογελά σαν την αγάπη νιώθει...

Μου λείπει η μορφή σου,
το σπίτι να φωτίζει...

Μου λείπουν τα πρωινά που σε βλέπω σαν παιδί να μου χαμογελάς
κι ένα φιλί ανάλαφρο στα χείλη να μου δίνεις...
Μου λείπει κάθε μας στιγμή...
Μου λείπεις ψυχή μου…