Τρίτη, Ιουλίου 13

δεν ειμαι καλα....



Δεν είμαι καλά . Δεν αισθάνομαι καλά .
Μήνες ολόκληρους το φωνάζω , μα κανείς δεν το ακούει .
Η φωνή μου , μετατρέπεται σε αντίλαλο και γυρίζει πάλι πίσω .
Τα δάκρυα κυλούν αστείρευτα από τα μάτια μου , μα κανείς δεν τα βλέπει .
Κι όμως , εγώ τα νοιώθω να τρέχουν στο πρόσωπό μου .
Να μουσκεύουν την σάρκα μου , να φτάνουν ως το κόκαλο , να μπαίνουν μέσα μου και να λιώνουν σαν οξύ το ταλαιπωρημένο μου εγώ...
Μια μαριονέτα με χαμόγελο παλιάτσου είμαι, και τίποτε άλλο .
Πάντα αυτό ήμουν από μικρό παιδί και το τελευταίο διάστημα πίστευα ό,τι αυτό θα παραμείνω ως το τέλος της δικής μου διαδρομής . Μια μαριονέτα με κομμένα σχοινιά .
Εσύ μου τα έκοψες το θυμάσαι ;
Πριν από ενάμιση χρόνο, αφήνοντάς μου μόνο ένα, για να κρέμεται από 'κει η ψυχή μου στο ταβάνι ...



Γύρω στις 7 βρέθηκα στο μπαλκόνι να κοιτώ τα χρώματα του πρωινού και το πράσινο της θάλασσας .Ξαφνικά , δεν ξέρω πως , φώλιασε πάλι η εικόνα του εαυτού μου στο μυαλό μου μ' εκείνο το λευκό κοστούμι κλείνοντας απλά τα μάτια ...
Ένιωθα τόσο ήρεμος ...
Δεν ξέρω πόσα χρόνια είχα να νοιώσω αυτό το συναίσθημα να κυβερνά το κορμί και το νου μου .
Σκέφτηκα ότι εάν έπεφτα, θα τελείωναν όλα. Και πάνω απ' όλα θα διατηρούσα την γαλήνη που έτσι απρόσμενα μ' είχε επισκεφθεί . Μα έμεινα εκεί κι ανοίγοντας ξαφνικά τα μάτια μου, αποφάσισα να μπω μέσα , να κλείσω την μπαλκονόπορτα και να ξαπλώσω ώστε να διώξω μακριά τις σκέψεις , τις εικόνες , τον φόβο , τον τρόμο …
Να 'ξερες πόσο πάλεψα και πόσο παλεύω να κρατηθώ εκεί πάνω ...
Ομολογώ ό,τι ήταν πολλές οι φορές, που παρ' ολίγο να αφεθώ και να ζήσω τη στιγμή εκείνη που τα μάτια μου , θ' αντίκριζαν την ψυχή μου να πέφτει με δύναμη στο πάτωμα και να γίνεται κομμάτια ... Δεν ξέρω τι με κράτησε . Ποιο χέρι μου απλώθηκε σφίγγοντας με δύναμη το δικό μου για να μην πέσω απ' το μπαλκόνι...
Πάει λίγος καιρός από εκείνο το ξημέρωμα .

Το ξημέρωμα που φλέρταρα με τον θάνατο πιο έντονα από κάθε άλλη φορά .
Δεν είχα κοιμηθεί όλο το βράδυ . Δεν μπορούσα . Προσπάθησα πολύ , μα μάταια .
Ένιωθα τον θάνατο παντού κι από τα μάτια μου κυλούσαν δάκρυα πένθους .
Κοιτούσα συνεχώς το κινητό μου περιμένοντας τα κακά μαντάτα για τον οποιοδήποτε .
Δεν ήξερα ποιος , μα ένιωθα ότι κάτι θα συμβεί. Κι ότι θα συμβεί πολύ κοντά μου ...
Δεν με χώραγε ο τόπος. Πήρα την μηχανή να πάω μια βόλτα. Δίχως κράνος.
Να μου ανακατέψει ο αέρας τα μαλλιά.
Να τα κάνει ίδια με τις σκέψεις μου.
Ήθελα να μου παγώσει το κεφάλι που βράζει σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί απ’ τις σκέψεις.
Δεν ξέρω τι με κράτησε . Ποιο χέρι μου απλώθηκε σφίγγοντας με δύναμη το δικό μου για να μην πέσω απ' την μηχανή.
Ξέρεις πόσο μου πήρε ν' αποδεχθώ αυτή ακριβώς την διαφορετικότητα ;
Χρόνια!!!
και για να 'μαι ειλικρινής ακόμη δεν το έχω αποδεχθεί πλήρως .
Τις περισσότερες φορές προσπαθώ να βγάλω τον εαυτό μου τρελό, ώστε να δώσω κάποια λογική εξήγηση . Εδώ και λίγο καιρό έπαψα να το κάνω ‘‘Δέξου το’’ , μου είπες.....‘‘ κι εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω’’ ...

στην G... (θυμασαι;)


Έχουν περάσει μέρες από εκείνη τη στιγμή που φώλιασε μέσα μου εκείνο το γαμημένο κωλόσυναίσθημα γι΄ άλλη μια φορά . Είχα τόσο πολύ καιρό να το νιώσω που ήθελα να πιστεύω ό,τι είχε τελειώσει αυτό το μαρτύριο πια ... Μα έτσι ξαφνικά ήρθε και τρύπωσε πάλι εκεί μέσα , έτσι ύπουλα και επώδυνα .
Πιο επώδυνα από κάθε άλλη φορά χωρίς να ξέρω το γιατί ...
Ο κόμπος στον λαιμό μου , με έσφιγγε ολοένα και περισσότερο και ο πόνος παρέα με την θλίψη με κρατούσαν από τα χέρια σαν αλυσίδες λες και φοβόντουσαν μη τους φύγω , μη χαθώ ... Ήταν απόγευμα κι εγώ μόλις είχα καθίσει μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή όταν ήρθε δίχως να γνωρίζω το πως και το γιατί στο μυαλό μου η εικόνα εμάς των δυο μαζί . Θυμάσαι ; Λίγο πριν φύγεις ξανά, όταν καθίσαμε στην ακρη στο λιμάνι, με τα πόδια μας να αιωρούνται όπως η σχέση μας στο απόλυτο τίποτα, κοιτάζοντας τον ήλιο να χάνεται μες στο βαθύ μπλε ...
Η μυρωδιά αυτού του τόπου και η αίσθηση εκείνης της στιγμής ...
Πως , να στο πω ώστε να το καταλάβεις ; Τα έζησα ξανά , μα , αυτή τη φορά ήταν λίγο διαφορετικά γιατί με έκαναν να βουρκώσω και να τρομάξω τόσο πολύ που σηκώθηκα απότομα παίρνοντας τα πράγματά μου και γυρίζοντας στο σπίτι συντροφιά με τον φόβο . Από εκείνη τη στιγμή , σε σκέφτομαι συνέχεια και φοβάμαι για εσένα .
Είχα πει πως δεν θα γράψω ξανά οτιδήποτε σ΄ αφορά , μα ξέρω πως κάτι σου έχει συμβεί και πονάω που δεν έχω την δυνατότητα να γνωρίζω τι ακριβώς ... Όλα σε φέρνουν στο μυαλό μου . Οτιδήποτε δω ή ακούσω ... Να , προχθές το βράδυ ήμουν στις "Ιστορίες" με παρέα , όταν στο διπλανό τραπέζι ο Κωστής άνοιξε ένα κρασί ... Θα μου πεις , που στο καλό κολλάει αυτό με ΄σένα ε ; Το κόκκινο κρασί , το θυμάσαι ; Εκείνο μου έφερε εσένα στο μυαλό και τις νύχτες που πίναμε οι δυο μας ... Ξέρω πως πηγαίνω από το ένα θέμα στο άλλο, μα έχω τόσα στο μυαλό μου που δεν ξέρω τι να γράψω και τι ν΄ αφήσω εκεί μέσα ώστε ν΄ αδειάσει λίγο από ΄σένα .
Ποτέ δεν μου άρεσε ο χειμώνας . Πάντα μελαγχολούσα στα πρωτοβρόχια και στις γιορτές .Τον τελευταίο χρόνο ακόμη περισσότερο ξέρεις, γιατί τούτη η γαμημένη εποχή μου θυμίζει εσένα και τότε που σμίξαμε για δεύτερη φορά ... Μου θυμίζει τότε που μέναμε στο σπίτι σου ώρες ολόκληρες, αγκαλιά κάτω από τα σκεπάσματα δίχως να μας νοιάζει τι συνέβαινε έξω ακούγοντας τις στάλες της βροχής να σκάνε με δύναμη στα τζάμια . Μου θυμίζει όταν βλέπαμε ταινίες τρόμου αγκαλιασμένοι στον καναπέ και τρώγαμε σποράκια ... Μου θυμίζει εσένα στο σπίτι μου ... στο κρεβάτι μου ... μες στο σκοτάδι…… Τις λέξεις που μου λεγες τότε ... " αν μ΄ αφήσεις , εγώ τελείωσα ... θα τα παρατήσω όλα και θα φύγω ... " .
Να ΄ξερες , πόσες σκέψεις έρχονται και μπαίνουν με το έτσι θέλω σ΄ αυτό το γαμημένο κεφάλι μου που απορώ πόσα μπορεί να αντέξει ακόμη ! Πότε θα σταματήσει να χωράει θύμισες ώστε αυτόματα να πάψω να νοιώθω και να πληγώνομαι ... Θυμάσαι
εκείνο το βράδυ που τσακωθήκαμε ; Έφυγες για να πας να κοιμηθείς στο σπιτι σου. Μου έστειλες ένα μήνυμα μέσα στο οποίο μου έγραφες πως τα κλειδιά μου τα είχες αφήσει στην εξώπορτα ... Έφυγα σαν τρελός και ήρθα στο σπίτι σου, μα δεν ήσουν εκεί . Έφυγα και ξαναήρθα ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσες φορές κι όταν τελικά επέστρεψες , μου είπες να φύγω ... Πρώτη φορά σε είχα δει έτσι .
Ήταν εκείνη η φορά που κατάλαβα ό,τι με αγαπούσες πραγματικά και πολύ ... Σε έβλεπα να κλαις και να φωνάζεις και από τη μια πονούσα με τον πόνο σου κι από την άλλη χαιρόμουν που σε έβλεπα επιτέλους να νιώθεις και να το δείχνεις ... Δεν έφυγα ... Θυμάσαι ; Έμεινα έξω στην βροχή, καθισμένος στα σκαλοπάτια να περιμένω και να προσέχω μη φύγεις. Κι εμένα φοβόμουνα. Μη πάρω την μηχανή και κάνω καμία τρέλα από τις συνηθισμένες μου ...



Θυμάσαι εκείνο το απόγευμα στο στον Αη Γιώργη; 'Όταν σου είπα πως σ' αγαπώ, όχι γι αυτό που είσαι, αλλά γι' αυτό που με κάνεις να θέλω να είμαι: καλύτερος...
Κι ύστερα στο σπιτι μου...Βλεπαμε την ταινία του Γούντι Άλεν που σου άρεσε τόσο .Έσκυψες και μου είπες :Σ' αγαπώ και για χθες, που δεν σε ήξερα ακόμη.....
Εγώ θυμάμαι ... Εσύ ... θυμάσαι ;
Ξέρω πως θυμάσαι, κι ας προσπαθείς να ξεχάσεις όπως εγώ, μα κανείς δεν τα καταφέρνει τόσο, όσο θα ήθελε ίσως ... Θυμάμαι πολύ περισσότερα απ΄ όσα έχω ή προσπαθώ να ξεχάσω . Ξέρεις , ενώ προσπαθώ τόσο πολύ , πονάω όταν τα καταφέρνω να ξεχάσω οτιδήποτε ...
Πονάω , που δεν θυμάμαι πως πίνεις τον καφέ σου ... Θαρρώ γλυκό με γάλα ... ή μήπως σκέτο…. μα δεν θυμάμαι ρε γαμώ το ! Όταν χωρίσαμε και μέναμε ακόμη μαζί ήθελες να κοιμάσαι στον καναπέ κι εγώ περίμενα να κοιμηθείς για να γύρω το κεφάλι μου στα πόδια σου και να κοιμηθώ κοντά σου, θυμάσαι ; Ένα ξημέρωμα μου έστειλες mail και μου είπες ενώ είχα φύγει, πως πονούσες όσο εγώ. Θυμάσαι ; Είχες πει πως θα μ΄ αγαπάς για πάντα ... θυμάσαι ; Είχα πει πως ότι κι αν συμβεί θα σ΄ αγαπώ ... θυμάσαι ; Εγώ θυμάμαι ... Εσύ, θυμάσαι ;

ποναω....

Μαμά , θέλω να σου μιλήσω απόψε ...

Θέλω να σου τα πω οσο πιο απλά μπορώ, γιατί φοβάμαι πως δεν θα καταλάβεις ...

Όπως , τότε στην Δ΄ δημοτικού ... Θυμάσαι ; Είμαι σίγουρος πως όχι . Όμως ,εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Αυτή η νύχτα θα μείνει καρφωμένη στον τοίχο του μυαλού μου για πάντα, με το πιο έντονο χρώμα να μου θυμίζει, ότι δεν θέλω να θυμάμαι μαμά ...

Γιατί θυμάμαι . Θυμάμαι την αδερφή μου και τον πατέρα μου στο σαλόνι, να παρακολουθούν τηλεόραση κι εσένα στο δωμάτιό σου , καθιστή στην παλιά ξύλινη καρέκλα της ραπτομηχανής ...

Θυμάμαι και μένα ... Με θυμάμαι καθιστό στο κρεβάτι, να σε κοιτώ και να θέλω να σου μιλήσω για ότι τότε φοβόμουν ...

Τον θάνατο .
Θυμάμαι τις λέξεις να βγαίνουν με δισταγμό από τα χείλη μου .

Σκεφτόμουν μέρες το πως να σου το πω . Αναρωτιόμουν τι λέξεις έπρεπε να βρω και σε τι σειρά να τις βάλω, ώστε να έφτιαχνα μια πρόταση από την οποία θα μπορούσα να σου πω τα συναισθήματά μου .

Μετά από κόπο για το παιδικό μου μυαλό, τις βρήκα...
και οι λέξεις έγιναν μια τρεμάμενη φωνή που δεν κατάφερε να σε συγκινήσει όμως , όπως ούτε και να καλύψει τον ήχο εκείνο της ραπτομηχανής και της βελόνας που τρυπούσε το ύφασμα και μαζί όλο μου το είναι ...
Ακόμη , λέξεις ψάχνω μαμά .

Ακόμη...
Μετά από το πέρασμα τόσων χρόνων . Ακόμη ψάχνω να βρω ένα τρόπο να σου πω ότι φοβάμαι .

Ένα τρόπο που θα το καταλάβεις όμως . Θα καταλάβεις το πόσο μεγάλη ανάγκη έχω την αγκαλιά και την κατανόησή σου .

Μα... μάταια ...

Ότι κι να πω κι ότι κι αν κάνω , τίποτε δεν σε κάνει να καταλάβεις αυτό που τόσο προσπαθώ να σουπω .
Δεν είμαι καλά μαμά ... Σου το ΄χω πει και δείξει τόσες φορές, όμως εσύ δεν λες να το πιστέψεις ή δεν θέλεις ...
Δεν ξέρω !


Βλέπεις έχεις μεγαλώσει στο χωριό και το μέσα σου αν και πλησιάζεις στα 60, είναι τόσο αγνό ακόμη, που πιστεύεις ότι παντού υπάρχει αγάπη, και πως εάν υπάρχει ένα πιάτο φαγητό μπροστά μου, τότε αυτό σημαίνει πως είμαι και καλά μέσα μου ...

Μα δεν είναι έτσι ρε μαμά ... Δεν είναι έτσι και πρέπει να το καταλάβεις πριν να είναι αργά . Γιατί , σήμερα παρ' ολίγο να είναι μαμά, κι ας μη το ξέρεις.


Ισως, γιατί ζήτησα να μη σου πουν τίποτα .
Ναι μαμά ... Ξέρω . Ούτε κι εγώ φανταζόμουν ποτέ ότι θα ερχόταν η στιγμή που μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, θα βρισκόμουν μπροστά από μια οθόνη να σου γράφω κάτι που δεν θα διαβάσεις ποτέ ... Να όμως που το κάνω ! Το κάνω, γιατί η ανάγκη μου να σου μιλήσω είναι τόσο μεγάλη, που ο συνηθισμένος κόμπος στο λαιμό γίνεται ολοένα και πιο ασφυκτικός και δεν τον αντέχω άλλο πια !!!

Πριν από λίγες μόλις ώρες βρέθηκα στο πάτωμα του σπιτιού μου, κρατώντας στο ένα χέρι ένα μπουκάλι νερό και στο άλλο τα χάπια ...

Αυτή τη φορά δεν φοβήθηκα . Δεν δείλιασα . Δεν σε σκέφτηκα . Δεν άφησα τον εαυτό μου να σκεφτεί τίποτε άλλο πέρα από μένα ...

Δεν είδα φως , ούτε περπάτησα μέσα σε τούνελ .

Δεν είδα κανένα χέρι να ζητάει να του δώσω το δικό μου ,

μα ούτε και κάποιο άλλο να το αρπάζει με βιαιότητα ...

Είδα απλά , τον εαυτό μου να περιμένει να σβήσει έχοντας ήδη τα μάτια μου κλειστά ...

Τόσο πολύ το ήθελα ! Μα ο ήχος από το χτύπημα στην πόρτα δεν μ΄ άφησε να τα κρατήσω κλειστά για πάντα ...


Ήρθε ο μπαμπάς μαμά ... Ναι , ο μπαμπάς . Εκείνος που κάποτε θέλησε να με σκοτώσει, τώρα είχε έρθει να με βοηθήσει και το έκανε με τον δικό του τρόπο .
Μα δεν μου αρκεί ρε μαμά ... Τίποτε δεν μου αρκεί πια θαρρώ ...

Ούτε καν αυτή η γαμημένη λέξη, που πέρυσι αν και απεχθανόμουν, ήθελα να την ακούσω . Αυτό το " όλα θα πάνε καλά " ... Το άκουσα τόσες φορές σήμερα ως τώρα, όπως και το ότι ο τρόπος που αντιμετώπισα την κατάσταση ήταν ανώριμος ...

Τι, λες ρε κοπελιά ; Αυτό ήθελα να της πω στην απέναντι γραμμή του τηλεφώνου ...

Ήθελα να της πω ότι έχει πολύ μεγάλο θράσος για να το λέει εκείνη σε μένα.
Και ύστερα από τόσα όσα έχω περάσει .

Ναι , γιατί κάποιοι τα βρίσκουν όλα έτοιμα και έχουν μάθει να πατούν επί πτωμάτων για να ανέβουν τα σκαλιά πιο γρήγορα, ενώ άλλοι, τα ανεβαίνουν έπειτα από πολύ κόπο και ιδρώτα,
Κι έχουν πολύ μεγάλο θράσος ρε φίλε και γλώσσα επίσης !!!
Με πονάει αυτό ρε μαμά . Με πονάει να βλέπω κοριτσάκια και αγοράκια να τα έχουν όλα στο χέρι και να κρέμονται από την φούστα της μαμάς και το παντελόνι του μπαμπά, για να μην εκφραστώ όπως έχω μάθει !!!
Με πονάει να έχουν την δυνατότητα να σπουδάσουν και να μη την εκμεταλλεύονται . Να μην αρπάζουν την ευκαιρία από τα μαλλιά και να ζουν το όνειρο ! Ναι , με πονάει ! Με πονάει να θέλω να σπουδάσω και να μη το κάνω όχι γιατί δεν έχω όνειρα, αλλά γιατί δεν έχω αυτή την οικονομική δυνατότητα, που έχουν αυτοί οι άλλοι και που για να την αποκτήσω πρέπει να γαμηθώ στη δουλειά, για να μαζέψω χρήματα που πάντα θα ξοδέψω στο κάθε εμπόδιο που θα βρεθεί στον δρόμο μου ...

Με πονάει που κάποιοι νομίζουν πώς μπορούν να αγοράσουν την ψυχή μου και με πονάει ακόμη πιο πολύ που με ανάγκασαν να προσπαθώ να την δώσω αφιλοκερδώς στον διάολο ... Α , ρε μάνα πόσο με πονάει ...
Με πονάει ρε μαμά ... Με πονάει να παλεύω για μια ζωή που δεν ζήτησα να ζήσω και που δεν ονειρεύτηκα ! Μια ζωή δίχως την οικογένειά μου δίπλα μου και τα όνειρά μου σε μια μικρή σκληρή πραγματικότητα ...

Α , ρε μαμά πόσο πονάει ...

Τετάρτη, Ιουνίου 16

για παντα!!!!!

... Ήρθες λοιπόν πάλι βραδάκι, κάθησες απέναντί μου, με κοίταξες και είπες, " Σπέρνεις πράγματα μέσα στους άλλους"...

Αυτή τη φορά όμως ήσουν αδέξια. Με μια αδεξιότητα συγκινητική που με την ώρα αύξανε, που μου προξενούσε λίγο λίγο κι εμένα αμηχανία. Ήρθε γρήγορα κάποια στιγμή που ένιωσα πως πνίγομαι από αόρατο, άηχο, αλλά απίστευτα απτό παλιρροικό κύμα που από το μέρος σου, από μέσα σου, ανάβρυζε, σηκωνόταν κι ερχόταν καταπάνω μου θερμό, απειλητικό κι αναπότρεπτο. Εφιαλτικό σχεδόν. Τροπικό κύμα, πράσινο, που πλησίαζε με απειλητική ανάγκη - τίνος από τους δυό μας μεγαλύτερη;- να μ'ανασηκώσει και να με τραβήξει προς τη μεριά σου σαν μακρόστενη σανίδα, σαν βαρκούλα ή καρυδότσουφλο...

Αιφνίδια, επιθύμησα να σηκωθείς και να φύγεις. Ευχόμουν να φύγεις αμέσως. Όχι σαν κακό να φύγεις,
αλλά σαν καλό ανυπόφορο.
Θα πνιγόμουν αλλιώς. Από την απαίτησή σου την αόρατη και υπερβολικά αισθητή. Η απαίτησή σου γρήγορα ακούστηκε στο δωμάτιο σαν πρόκληση:
"Να πάμε μια βόλτα. Στη θάλασσα".
Τόσο αδέξια ακούστηκε η ευγενική πρόσκλησή σου, που αποκαλύφθηκε η σχεδόν βίαιη απαίτηση. Δεν φοβόμουν εμένα, όπως συνήθως γράφουν τα αισθηματικά ρομάντσα, εσένα φοβόμουν. Δεν επιτρέπεται να είναι κανείς τόσο απροστάτευτος. Τόσο απροσποίητος. Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί ελεύθερα ανάμεσά μας τόσο διάφανος. Πληγώνει. Σε κάθε σου απόπειρα για προσποίηση, η γλυκιά σου αδεξιότητα έσχιζε αυτόματα τη χάρτινη μάσκα. Ο ίσκιος σου έπεφτε πάνω μου δυνατός. Είναι μεγάλη δύναμη να φανερώνεις έτσι την αδυναμία σου...


...Όταν επιτέλους σηκώθηκες να φύγεις, ανακατώθηκε η ανακούφισή μου με τη θλίψη. Στεκόσουν μπροστά μου να με καληνυχτήσεις, να υποσχεθούμε, να φιληθούμε στο μάγουλο, να βεβαιώσουμε. Στεκόσουν παιδικά άπειρη,και μπερδεμένη με το τί να κάνεις τα χέρια σου....
γυάλινα εύθραυστη, παραδομένα αδέξια, πολύ κοντά μου, και επανέλαβες εκείνη την έρμη την πρόσκληση για βόλτα βασανιστικά αμήχανα.
Βασανιστικά για σένα, βασανιστικά για μένα. Είμασταν πια κατάκοποι. Και το μάγουλό σου, όπως έσκυβε έμοιαζε με φεγγαρένια φλούδα της νύχτας να γέρνει και να μου προσφέρεται.
Να δώσει, αλλά πιο πολύ να πάρει τρυφερότητα, κι αυτό σε έκανε ακόμα πιο σπαραχτική. Νωπή φλούδα, μυστική, βελουδένια. Ήσουν ολάκερη σε κάθε απόσπασμά σου.
Τα μάτια σου, τα μάτια σου τα ασκημένα στη μοναξιά, τα στραμμένα προς το άβατο έρεβός της, τα στραμμένα προς εμένα, τα πήρες επιτέλους από πάνω μου, τα πήρες κι έφυγες. Ακούμπησα στην πόρτα που σου έκλεισα λαχανιασμένος από την κούρση να προσποιούμαι τον ξέγνοιαστο, τον γελαστο. Το στόμα μου έπαψε απότομα να χαμογελά....


...Φεύγοντας τα πήρες όλα μαζί σου.
Μ'άφησες πίσω μ'αυτο που δεν ήμουνα.
Σαν αποφόρι...
Θα'πρεπε να ξαναμάθω τη ζωή. Να ξαναμάθω το θάνατο. Τη μουσική. Τίποτα δεν είχε σχέση καμιά με το χθες. Ούτε εγώ σχέση καμιά με μένα. Όλα μετονομάσθηκαν. Έχασα ό,τι ξέρω. Θα μ'αναγνωρίζουν όσοι με γνώριζαν; Πώς θα συνομιλώ με τους άλλους; Δεν είχα πια όνομα, είχα όμως το όνομά σου.
Μέσα στη ζωή.
Μετά από αιώνες στην έρημο και στη Βαβέλ, στην άγονη έρημο και στους τυφλούς τοίχους.
Η υγεία πονάει πολύ, άμα έχεις κάνει αιώνες άρρωστος. Σ'ευχαριστώ που με πέρασες από την Ωραία Πύλη της ανατροπής μου. Χάρη σ'εσένα κέρδισα τη μεγαλοψυχία που νιώθουμε όταν αδιαφορούμε.
...Πήρες τα μισητά ουρλιαχτά μου, τα βουβά, και τα έκανες μουσική, ολοκληρος να αντηχώ στις νύχτες, δίκαιος, αρμονικός, πειστικός.
Να μη ντρέπομαι. Να μπορώ να μ'αγαπάω.
"Γίνονται αυτά με δυο μόνο συναντήσεις; Γίνεται σ'ένα απόγευμα μια αναγέννηση;" ρωτούσα κατάπληκτος κάποιον φίλο που γνωρίζει απ'τον μυστικισμό της αγάπης.
"Και σε μια ώρα, και σε ένα λεπτό γίνεται η Συνάντηση".
"Και μπορεί να διαρκέσει για πολύ;"
"Και για πάντα"...

Δεν έχω θεό.

Δεν έχω θεό.
Σε τί πιστεύω; Έλεγα στην αγάπη και στις στιγμές...
Να ζήσω με νόμους ψυχρούς δεν το μπορώ. Αυτό που με ξεθωριάζει περισσότερο είναι η ύπαρξη συνείδησης. Οι εξωτερικοί κανόνες και η ασυνειδησία ειναι η βάση για κάθε τι. Μείναμε στο περιθώριο. Αν αντι για συναισθήματα ο άνθρωπος είχε εξ ολοκλήρου σκέψη δεν θα μπορούσε να ζήσει.
Επιδιδόμαστε στα συναισθήματα και στις άγνωστες χώρες τους και ψάχνουμε απεγνωσμένα να βρούμε την τελειότητα,που δεν υπάρχει πουθενά, αφού κάθε τι ωραίο μπορεί να γίνει ωραιότερο. Κι εμείς καταδικασμένοι να παρατηρούμε κυνικά εντοπιζουμε τις ατέλειες..Ένα σύμπαν που η τελειότητά του είναι η ατέλεια..
Και το μεσοδιάστημα ζωή, ανάμεσα στο τίποτα και στο τίποτα; Δεν μπορώ να σου πω τί είναι αλλά πως μπορεις να το δεις.. Άλλωσε τίποτα δεν είναι αντικειμενικό.
Μπορείς να το δεις σαν δώρο, σαν μια έκπαγλη κοινωνική εκδήλωση και να του αφεθείς,χωρις να ρωτήσεις πως και γιατί.
Μπορείς να το βαφτίσεις πέρασμα ή δοκιμασία και να το σπαταλήσεις περιμένοντας κάτι μετά από αυτό.


Μπορείς να αδιαφορήσεις, να το πετάξεις και να μην πάρεις τίποτα.
Μπορείς να το δεις φυλακή και να κλειστείς στο πιο απόμερο δωμάτιο, να ξαπλώσεις παθητικά χωρίς να καταφέρεις ποτέ να κοιμηθείς και να περιμένεις τους τίτλους του τέλους.
Μπορείς ακόμη (σαν κι εμένα) να κάτσεις στην άκρη του δρόμου και να χορτάσεις με εικόνες και μουσικές, να κλέψεις λίγες στιγμές και να μεθύσεις, να πλάσεις και εσύ ένα τραγούδι, να το τραγουδήσεις στον εαυτό σου και να το αφήσεις εδώ να σε θυμίζει..
Ύστερα συνέχισε το δρόμο σου..

Ακου.....εχω φωνη!!!

Οι κουρτινες κλειστες,στο κρυο δωματιο περιφερονται σκιες,εκεινα τα διαφανα πλασματα που νομιζεις οτι ζωντανευουν,παιρνουν σαρκα και οστα και σε πολιορκουν,σου μηδενιζουν τη σκεψη και σε χτυπουν αλυπητα μεχρι να ξυπνησεις απο το ληθαργο της μυθοπλασιας ενος ονειρου...

Κανω ασυναισθητα τη κινηση να βγαλω το πακετο με τα τσιγαρα απο το συρταρι του κομοδινου,ν'αναψω ενα τσιγαρο, φταιει η ασχημη μου διαθεση σημερα και οταν δεν νιωθω καλα,αναβω αυτη τη παρηγορη καφτρα ζητωντας να μου κανει τη χαρη,να με σκορπισει στον αερα,να με στριμωξει και εμενα μεσα στο ασπρο καπνο της ,να καταληξω περηφανα καπου ψηλα εκει στο ταβανι...


Εξω ο ηλιος μου χτυπαει τα παραθυροφυλλα μα εγω εχω κατεβασει απο νωρις τα ρολα και αρνουμαι να του ανοιξω.Πρωινη μελαγχολια το λενε,μια ασθενεια ανιατη,που δε περναει οσα παυσιπονα και αν καταπιω.Ποτε δε φερνουν την ιαση,παντα γιατρευουν τους εξωτερικους πονους και σνομπαρουν τους εσωτερικους, πεισμωνουν για αυτοιαση, ανοιγοντας ετσι κι αλλες τρυπες στο σωμα της ψυχης, περιμενωντας τη να ξεψυχησει τελειως...


Σιωπη,ποσο αναγκη την εχω τωρα, ο θορυβος της με ξετρελαινει, ενω παραλληλα ακολουθουν σιωπηλες θυμησες που με ξεκουφαινουν. Σιωπη. Παντοτινη...
Ονειρο ζωης...μισης. Διχως χρωματα. Ασπρομαυρη με μονοτονες πιτσιλες στο πινακα της...και o καλλιτεχνης του ενας στερημενος, ανικανοποιητος με το εργο τεχνης του. Παραδοξα ταξιδιαρης. Φαντασιοπληκτα κυνικος. Απιστευτα αιθεροβαμων.

Δε συμμετεχω αλλο σε αυτη τη παρτιδα των συμβιβασμων. Παραιτουμαι. Αλλαζω τροχια...αλλαζω φορα, αλλαζω...εμενα. Μεταμορφωνομαι. Προσδοκιες μιας διαδρομης διχως εμποδια.Μοναχα στρωμενη με ροδοπεταλα. Αυτο θελω. Θελω; Κι ομως παντα κατι μου φταιει.
Κατι μου λειπει...
Το λενε τα ματια μου. Σταζουν παραπονο. Τι θελω; Δε πρεπει να κλαιω, αναζητωντας το ,μα καποιος μου ειπε οτι ειναι καλο...καθαριζουν τα ματια,αδειαζεις,ειναι καλο να μιλας με δακρυα...
Ποιος ξερει το καλο μου;εσυ;εγω;οι αλλοι;

Θυμησες επιστεφουν και παλι, σε ολα οσα παραδοθηκα διχως καθωπρεπισμους, σε ολα οσα επιασα και με μαχαιρωσαν στα χερια, σε ολα οσα εισεπνευσα και με εκαψαν με την ανασα τους. Προδοσια...προδωσα εμενα,τα θελω μου,τις αναγκες μου. Δολοφονος της μικροαστης ζωουλας μου. Σκοτωσα ολα εκεινα που αναζητησα,ποθησα και εξαφανισα για να μεινω εδω μαζι σου,να σε κοιτω και να σε ακουμπω...να σε αγκαλιαζω και να μυριζω το αρωμα της σαρκας σου, να μεθω απο την αλκοολη των αναστεναγμων σου...
Τοσοι ποθοι οπισθοδρομικοι και αδιεξοδοι...σε εκεινα τα μικρα και γεματα λακουβες σοκακια των επιθυμιων...
Βιαστηκα να κρατησω την αγαπη που μου εδωσες και να τη κρεμασω σα σταυρουδακι στο λαιμο, βιαστηκα να ανακαλυψω την αγγελικη καλοσυνη που μου προσφερες με ενα σου χαδι...και τωρα οτι επεμεινε ειναι μοναχα η σιωπη...
ενα μοναδικο ακουσμα μιας εκκωφαντικης σιωπης...


...Ακου...
...Εχω φωνη...

σε τιμη ευκαιριας...

Έβγαλα σε τιμή ευκαιρίας:

αξιοπρέπεια ,
ανθρωπιά,
εμπιστοσύνη
περηφάνια.
Στο καλαθάκι με τον σωρό έβαλα:

αγάπη,
χαρά,
ελπίδα,
φαντασία,
έρωτα,
ευαισθησία,
τρυφερότητα

Μέσα σ’ ένα χρόνο ξεπούλησα τα πάντα.

προσφορά
έγραψα σε μεγάλη ταμπέλα
να την δουν να τ’ αγοράσουν
κι ότι δεν πουλιόταν...
το χάριζα.

Χάρισα λόγια της ψυχής μου,
είδα κάποιον να τα πετάει
λίγο πάρα πέρα
αλλά δεν με πείραξε.

Χάρισα, έδωσα, ξεπούλησα.

Το μαγαζάκι μου άδειασε,

Μειναν μόνο μέσα κάτι έπιπλα.
Με αυτά θα μείνω εγώ εκεί,
δεν έχω πουθενά αλλού να πάω
ούτε και θέλω.

Εκεί θα μείνω .
Κλείδωσα πόρτες, κατέβασα τα ρολά
κι έγραψα σ’ ένα μικρό χαρτάκι...

κράτα γερά να προχωρήσεις,
κρατήσου απ’ όπου βρεις,
κρατήσου από μένα
κι εγώ θα σου σταθώ,
αλήθεια σου λέω, δε θα πέσω.
οι προσφορές τελείωσαν....


Χαραυγή.
Μια καινούρια μέρα αρχίζει.
Να χαρώ;
Να φοβηθώ;
Να ελπίσω;
Να περιμένω...
Έτσι γεννιέται η μέρα.
Με προσμονή...
αλλά χωρίς εμπόρευμα !!

Πέμπτη, Μαΐου 13

Πού πάμε καπετάνιο ?

Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου . Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι ,
εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι ,
μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει .
- Τι ΄ναι τούτα δω τα σκιάχτρα ? μου λέει . Δεν είναι για σένα η λούφα , αγόρι μου . Πάλι πλαστογραφίες κάνεις ?
Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό .
Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί . Δεν πειράζει , λέω . Πάμε γι΄ άλλα . Όπως και να 'χει το πράμα , ο Γιώργος γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα . Όρτσα τα πανιά λοιπόν .

Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου . Ένα μικρό φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι του κι έναν ξεσκούφωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη . Ένα ψαροκάικο , δίχως ρότα .
- Πού πάμε καπετάνιο ? με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι .
- Όπου πάνε τα κύματα ! λέω επίσημα εγώ .
Και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι , σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα .
Κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς παρατάει το τιμόνι του και χορεύει . Και η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους , αληταράδες . Και η ψυχή μου γεμίζει νύχτες πολύχρωμες . Γεμίζει σμαραγδένια φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά . Πού να χωρέσουν μέσα μου ολ' αυτά , πού να στριμωχτούν , π΄ ανάθεμά τα ?

σκόρπια φύλλα....(κίτρινα...)


Τώρα κλωτσάω φύλλα. Και σε περιμένω το βράδυ. Θα ξανάρθεις με τη Σμύρνη σου καμένη και θα ξαναπροσφυγέψεις μπροστά από τον καθρέφτη, χτενίζοντας την κάπνα από τα μαλλιά σου. Ξέρεις τι θα 'θελα να σου πω? Πως ό,τι σου αρέσει, ό,τι αγαπάς, θα μπορούσα να είμαι εγώ. Απλά, δεν πρόλαβα να γίνω. Πως όσα σου έχουν πει διάφοροι ότι μπορούν να κάνουν για σένα, τα μπορώ κι εγώ. Απλά δεν τα σκέφτηκα πρώτος. Πως όποτε με περίμενες κι αργούσα, κλωτσούσα φύλλα. Και σ'αγαπούσα, ξερά και κίτρινα σκόρπια φύλλα...
Τα πιο σπουδαία πράγματα είναι και δυσκολότερο να ειπωθούν.Εκείνα που σε κάνουν ακόμα και να ντρέπεσαι, επειδή την ώρα που τα λες, οι λέξεις μειώνουν τη σημασία τους -οι λέξεις συρρικνώνουν και δίνουν μια καθημερινή, συνηθισμένη διάσταση σε νοήματα που όταν τα είχες στο μυαλό σου περιλάμβαναν τα πάντα...

Συναντάμε κόσμο όπως πορευόμαστε.
Ανταλλάσσουμε βλέμματα, χαμόγελα ευγενικά, δυο υποχρεωτικές κουβέντες, για να προσπεράσουμε και να τα πετάξουμε αυτά αμέσως στον κάδο της λησμονιάς. Υπάρχουν μάτια όμως που από το πουθενά εμφανίζονται μια στιγμή μπρος μας, βυθίζονται στα δικά μας μάτια και αξιώνουν: «Εδώ θα μείνεις», ή «Σε περίμενα».

Ενα πράγμα ξερω:
Πως οι μεγάλες αγάπες καταδέχονται μόνο τις μεγάλες, γενναίες ψυχές. Πως οι σπουδαίες ιστορίες διαλέγουν εκείνους που, από πίστη, ρισκάρουν την ψυχή τους.

Και εντάξει, ο έρωτας βρίσκεται από πάντοτε μέσα μας, είναι δικός μας εκ γενετής ίσως και από πριν, ίσως και να είναι ο λόγος που θα γεννηθούμε.Αλλά απαιτείται ο κατάλληλος άλλος, ο ορισμένος άλλος για να τον αφυπνίσει. Ο ορισμένος άλλος για να σβήσει ή να διατηρηθεί. Ο ορισμένος για να τον επιστρέψει στην πηγή, στο παντοτινό, ακόμα και στην αθανασία.

όνειρα του Μαη


Είναι κάτι όνειρα του Μαη που ζητούν την συντροφιά μου. Έρχονται σα φαντάσματα στο φως της μέρας, θολώνουν τον νου, κάνουν την καρδιά μου να χτυπά τρελά. Κι εγώ, νομίζοντας πως είναι όνειρα γαλάζια στο χρώμα του ουρανού, τρέχω ξοπίσω τους.

Είναι κάτι εφιάλτες που έρχονται μεταμφιεσμένοι σε όνειρα και με τυλίγουν. Τους ακολουθώ με ένα χαμόγελο κι ας είναι η σκοτεινιά στο βάθος. Στο χρώμα της νύχτας δίχως άστρα και το φεγγάρι στην χάση του.

Κι είναι κάτι όνειρα, άλλα, που ζεσταίνονται απαλά στην χούφτα μου και παίρνουν χρώμα και υφή. Πνοή από την πνοή μου. Με αφήνουν να χαλαρώσω, να τα εμπιστευτώ και χτίζουν στην ψυχή μου μια παιδική χαρά να κανακέψει το παιδί μέσα μου.

Μόνο ένα όνειρο έχει διαλέξει να με πάρει μαζί του απόψε. Αυτό που με κάνει να κυνηγώ μάγισσες. Να αρπάζομαι από την Ουτοπία, τοποθετώντας μπρος μου ένα ψεύτικο πίνακα και προσπαθώντας να περπατήσω στην επιφάνεια του. Να γλιστρώ και να με ηδονίζει, για να τον κυνηγήσω επίμονα. Κι ανάθεμα με να πιστεύω πως αυτό είναι Ζωή…


Και θέλω να ξυπνήσω ένα πρωί, να μην θυμάμαι τα όνειρα μου… Ίσως τότε ξαναγυρίσω στις αλησμόνητες μέρες εκείνου του άγουρου Σεπτέμβρη που σε γνώρισα Γιωργία.... Απόψε όμως θ’ ανοίξω τον ουρανό και θα μετρήσω μόνος μου τ’ αστέρια του.

Κλείνω τα μάτια πλάι σου, ένα σου άγγιγμα, μια υπόσχεση, ένας ψίθυρος, μια ανάσα στον λοβό του αυτιού μου, ένα χάδι στην παλάμη μου, λίγες σταγόνες από το σάλιο σου στα χείλη μου… τίποτε άλλο !!

Πέμπτη, Απριλίου 29

ο Γιάννης....

Ο φίλος μου ο Γιάννης δεν είναι και τόσο καλα... Γιόρταζε σήμερα. Του ευχήθηκα με αρκετά μεγάλη καθυστέρηση. Δεν ήξερα όμως τι ακριβώς να του ευχηθώ. Δεν του είπα χρόνια πολλά, γιατι δε θέλει να ζήσει πολλά χρόνια ακόμα όπως μου είπε. Για την ακρίβεια θέλει να πεθάνει. Τελικά του είπα απλά να χαίρεται τα γεννεθλια του. Μου απάντησε ότι θα το κάνει... Μετά μου έλεγε τα δικά του... ότι ανέβασε πυρετό πάλι και δεν πέφτει με τίποτα, ότι πονάει, ότι το μόνο που μπορεί πλέον να κάνει είναι να βλέπει ταινίες...


Δεν ξέρω πώς είναι να είσαι ο Γιάννης και δε θέλω να μάθω.
Με τρομάζει η ιδέα... Θα ήθελα να πείσω τον εαυτό μου ότι ο Γιάννης δεν υπάρχει στ' αλήθεια. Ότι όλο αυτό το έχω φανταστεί. Ότι μου λέει ψέματα. Ότι με βλέπει να στεναχωριέμαι και γελάει. Μακάρι να ήταν έτσι. Μακάρι να μπορούσε να είναι έτσι.

Κάποτε έφτασα στο σημείο να σκεφτώ ότι καλύτερα να μην τον είχα γνωρίσει... να μην τον είχα συμπαθήσει όταν μιλήσαμε για πρώτη φορά και να μην είχαμε ανταλλάξει τα κινητά μας... για να μην στεναχωριέμαι τώρα γι' αυτά που περνάει.

Ντρέπομαι γι' αυτό. Δεν το ξέρει. Συγνώμη Γιάννη.

πρόσκαιρα...........

Όλο το είναι μου ζητάει κάτι ουσιώδες. Κάτι πραγματικά σημαντικό πέρα από τα μικροαστικά και πεζά μου αδιέξοδα. Οι επιτυχίες μου είναι επιτυχίες ενταγμένες σε ένα σύστημα που δεν έχει καμία σημασία. Ούτε εγώ έχω σημασία. Τίποτα δεν έχει σημασία.

Η ουσία σε όλα αυτά τα αυτοκίνητα που τρέχουν καθημερινά με μανία και τους πεζούς που γεμίζουν τα πεζοδρόμια κατευθυνόμενοι είτε σε δουλειά, είτε σε ψυχαγωγία μου είναι τελείως άγνωστη.

Φυσικά και δεν απέχω από τίποτα απ' αυτά. Ενθουσιάζομαι όταν καταφέρνω κάτι δύσκολο, όταν λύνω ένα πρόβλημα ή ξεπερνάω εμπόδια. Χαίρομαι με τις απρόσμενες ξαφνικές χαρές των φίλων μου. Επίσης χαλιέμαι με την παραμικρή βλακεία λες και δε θα την έχω ξεχάσει την επόμενη κιόλας μέρα.

Αύριο πάλι στον δρόμο θα προσπαθώ να γλιτώσω πολύτιμα λεπτά αποφεύγοντας δρόμους με κίνηση καθώς τα θεωρώ χαμένο χρόνο από τη ζωή μου.


Και αν ακόμα τα εξοικονομήσω τι θα αλλάξει; Αφού δε θα μπορέσω ποτέ να ξοδέψω χρόνο σε κάτι γεμάτο ουσία-νόημα-σημασία-διάρκεια. Όλα είναι τρομερά εφήμερα και τίποτα δε μένει ίδιο για πολύ καιρό.

Το μόνο που δεν αλλάζει είναι ο τρόπος που βλέπω την πραγματικότητα από μικρό παιδάκι. Μπορεί να κάνω όλα όσα απαξιώνω και να ξεγελάω τον εαυτό μου τον περισσότερο χρόνο παριστάνοντας επιτυχώς τον ευτυχισμένο, αλλά στιγμές όπως και τώρα αποστασιοποιούμαι από αυτές τις πράξεις μου. Αποστασιοποιούμαι από κάθε τι "κοινωνικό" και απομονώνομαι.

Είμαι πια μόνος μου, εκτεθειμένος και ευάλωτος σε αυτόν τον αυστηρό κριτή που ζει μέσα μου. Με χλευάζει και με λυπάται ταυτόχρονα. Δεν ικανοποιείται ποτέ με τίποτα. Ότι και να του φέρω, όποια επιτυχία, έπαινο, πρόκληση ή εξέλιξη στη ζωή μου, τον αφήνει αδιάφορο.

Περιμένει και ποθεί κάτι που ποτέ δε θα λάβει, δυσκολεύεται ακόμα και να το προσδιορίσει, να το περιγράψει, δεν υπάρχει σ' αυτό τον κόσμο στο κάτω κάτω, της φθοράς, της απώλειας, του εφήμερου.

Κάνω υπομονή απλά. Προσαρμόζομαι στην περίσταση. Ξεχνιέμαι. Λέω ότι δεν είναι και τόσο άσχημα τελικά. Ενσωματώνομαι στο περιβάλλον.

Με παρηγορεί πολύ η γνώση ότι όλοι είμαστε ίσοι ως προς τα όρια του κόσμου αυτού. Κι όμως θα θελα να υπάρχει κάτι ανώτερο και να ίσχυε για τον καθένα, εφόσον το ήθελε, όπως το ήθελε.

Το μόνο που μπόρεσε και μ' απογείωσε με τη δύναμη του και με προσγείωσε βαθιά μέσα στον κόσμο του, κόσμο κατακλυσμιαίων συναισθημάτων, με πυροτεχνήματα, πολύχρωμα νέον φώτα που παίζουν μέσα στο μυαλό και είναι ασύγκριτα πιο όμορφα από τα κανονικά, αδιαφορία για κάθε τι πεζό και ανούσιο, αδικαιολόγητο εφησυχασμό και χαζή αισιοδοξία για οτιδήποτε, αυτό είναι ο έρωτας.

Μόνο ο έρωτας μπόρεσε να σβήσει από μέσα μου τη γνώση του θανάτου, της ατέλειας, του πρόσκαιρου, το διαρκές εκνευριστικό ανικανοποίητο με τα πάντα. Έστω πρόσκαιρα.

Κυριακή, Απριλίου 25

πόσο καλά;


























Έχεις βρεθεί ποτέ μονάχος σου,

γυμνός να κείτεσαι σ' ένα ξύλινο πάτωμα...

με το δρεπάνι του Χρόνου να σ' απειλεί;

Έχεις κοιτάξει ποτέ με τεντωμένα μάτια

τον ουρανό κατάματα;

Πόσο καλά έχεις κρύψει μέσα σου ένα άλλο πλάσμα... δολοφονικό;


Για πόσες μέρες;

Πόσα βράδια;


Πόσες ώρες και λεπτά;

Έχεις σκεφτεί ασταμάτητα με φόντο κόκαλα νεκρών

υπό τους ήχους μιας καμπάνας;

Έχεις βαφτεί με αίμα Σταυρών από δικά σου τάματα;

Ξέρεις τι είναι να γίνεσαι καθρέφτης του φονικού σου Εγώ...

να παίζεις παντομίμα μπροστά του...

κι ύστερα να τον σπας αυτοκτονώντας;

Ξέρεις τι είναι ν' ακούς για μουσική...

μόνο τους χτύπους της καρδιάς σου;

Ξέρεις πως είναι η φυλακή της αδράνειας στο σκοτάδι;

Εκεί δεν έχει φαγητό και το νερό που σε ποτίζουν, βγαίνει αλμυρό...

από πηγή αστείρευτη.

Αρνείται να σε πνίξει.
Έχεις ποτέ ονειρευτεί με μάτια ολάνοιχτα τη μέρα;

Έχεις γελάσει νευρικά με το άνοιγμα μιας λάμπας;

Πόσο καλά έχεις μάθει να μετράς...

να ξεχωρίζεις μέρες από νύχτες,

μορφές από σκιές,

σκέψεις και αισθήματα;

Πόσο καλά έχεις μάθει να ξεφεύγεις απ' όνειρα...

και να δένεσαι μ' εφιάλτες;

Πόσο καλά έχεις νιώσει...

Πόσο καλά;......................

Δε με εκπλήσσεις!

Πόσο καλά!

Πόσο καλά ξέρεις να κουλουριάζεσαι...

σ' ένα ξύλινο πάτωμα που γλιστράει!

Πόσο καλά...!



Στην G...


Οι σκέψεις γίνονται λέξεις και ξεχύνονται σαν άγρια άλογα που ελεύθερα καλπάζουν σε καταπράσινα λιβάδια...
Θεατής, ανήμπορος να τα ελέγξω, εγώ...
Το ποδοβολητό τους αισθάνομαι στο στήθος μου μέσα κάθε φορά που μια γραφή ολοκληρώνεται...
Παίρνει ζωή, οργανισμός αυτόνομος, μοναδικός...
Αναμνήσεις ενός μελλοντικού ονείρου...
Ξεκομμένο από κάθε παρελθόν ή παρόν...
Ικανό να προσφέρει τον Παράδεισο μέσα από της Κόλασης τις φλόγες...
Την ψυχή μου μπρος στα μάτια σου ακουμπώ...
Απόψε...

Μου λείπουν τα μάτια σου,
που σαν καταπράσινες θάλασσες,
σε γαλήνια φεγγαρόλουστα νερά με ταξιδεύουν...
Μου λείπει τ’ άγγιγμά σου,
που κάθε κούραση σα βάλσαμο γιατρεύει,
και πόθους σαν ολάνθιστα λιβάδια μες το καταχείμωνο γεννά σε μια στιγμή...
Μου λείπει η φωνή σου,
που του ανέμου τα μυστικά μου σιγοψιθυρίζει...
Μου λείπει η ανάσα σου,
που πότε με δροσίζει,
σαν γάργαρο νερό πηγής απ’ τα μαγικά τα δάση των ονείρων,
και πότε με καίει,
σα μια παιχνιδιάρικη φωτιά φερμένη απ’ του έρωτα τα μέρη...
Μου λείπει η μυρωδιά σου,
που σε λεμονοδάση, χαμένα με παει...
Μου λείπει το γέλιο σου,
που σε μουσικές κρυφές, απ’ των θεών τα περιβόλια, με μυεί..
Μου λείπουν τα όνειρα που ζωγραφίζεις κάθε βράδυ στης καρδιάς μου τον καμβά,
με χρώματα που απ’ τα μέρη της πατρίδας,
απ’ των άστρων μας τα δάση,
έχεις φέρει...
Μου λείπουν οι στιγμές που ένα γινόμαστε,
και σε μέρη μαγικά,
σε θύμησες παλιές φυλαγμένα,
μας πάνε.
Εκεί που η δροσοσταλιά ένα γίνεται με τη γλυκιά του φεγγαριού αχτίδα,
εκεί που τη νύχτα τόξα ουράνια χρωματίζουν,
στου έρωτα το χορό...
Μου λείπει το δάκρυ σου,
σαν το στεγνώνω με φιλιά αγκαλιά κρατώντας σε,
όταν μια ταινία σε κάνει να βουρκώνεις...
Μου λείπει η αγκαλιά σου,
που κάθε φόβο μου τον διώχνει μακριά..
Μου λείπουν τα όνειρα που ο Μορφέας στέλνει,
σαν πλάι μου το κορμί σου κουρνιάζει...
Μου λείπουν τα απογεύματα στον κήπο μας,
όταν την θάλασσα βάφει ο ήλιος με του δειλινού τα χρώματα
κι λεμονιά μας χαμογελά σαν την αγάπη νιώθει...

Μου λείπει η μορφή σου,
το σπίτι να φωτίζει...

Μου λείπουν τα πρωινά που σε βλέπω σαν παιδί να μου χαμογελάς
κι ένα φιλί ανάλαφρο στα χείλη να μου δίνεις...
Μου λείπει κάθε μας στιγμή...
Μου λείπεις ψυχή μου…

Κυριακή, Μαρτίου 14

μόνος παλι...


Αφήνω το φως αναμμένο
σημάδι να δεις,
ο,τι περιμένω
για μία ζωή.
Το σπίτι, αν το βρεις κλειδωμένο,
ξέρεις που έχω κρυμμένο
το κλειδί. Μέσα στο παλιό πιθάρι,στην ακρη της αυλής.Εκεί,που περνάγαμε ώρες κοιτάζοντας το βουνό και κάνοντας όνειρα.....
Το τραπέζι θα το έχω στρωμένο να σε περιμένει.
Το ίδιο το πιάτο,το πιάτο σου το αγαπημένο που ήταν λιγο σπασμένο στην άκρη,θυμάσαι;
θα είναι εκεί.
Κι είναι ακόμη χαλασμένο
το ραδιόφωνο, δεν το έφτιαξα,για να μένω
στη σιωπή.Για ν' ακουσω τα βηματά σου που θα 'ρχεσαι απο μακρυά.

Έφυγες ξανά... Πάλι η απόσταση μεγάλωσε, πάλι δεν κατάφερα να συγκρατήσω τα δάκρυα μου, πάλι δεν σε αποχαιρέτησα... Πάλι...
Πάλι η ζωή μας μια επανάληψη... Νοιώθω κάτι να με πνίγει... Κάτι να μην μ' αφήνει να αναπνεύσω... Κάθε φορά που φεύγεις πονάω το ίδιο... Είναι σαν να βλέπεις την ίδια ταινία κι ακόμη και την τέταρτη, δέκατη, εκατοστή τέλος πάντων φορά, να κλαις στο ίδιο σημείο λες και δεν το έχεις ξανά δει... Κάπως έτσι νοιώθω...
Ακόμη και την επανάληψη δεν την έχω συνηθίσει ... Ίσως αυτό να φταίει...
Το μόνο που έχω ανάγκη είναι να μου επιβεβαιώσεις πως μ' αγαπάς... όσο παιδικό και αν σου ακούγεται το έχω μεγάλη ανάγκη ...
Πολλοί έχουν ανάγκη πιστεύω την επιβεβαίωση... Φοβάμαι αλήθεια ... και οι άνθρωποι είναι σκληροί, δεν θέλουν την ευτυχία του άλλου, σπέρνουν την αμφιβολία για την κάθε σου χαρά... Μου έτυχε αρκετές φορές... Είσαι κλειστός χαρακτήρας το κατανοώ, έχεις και εσύ τις αμφιβολίες σου για πολλά ... Προσπαθώ να μην τους δίνω σημασία, να πιστεύω τα όσα δεν είπες, τα όσα προσπαθείς να μου δείξεις... Με πονάνε τα λόγια τους , με πονάνε οι αμφιβολίες που μου δημιουργούν έστω και για κλάσματα δευτερολέπτου... Με πονάνε πολλά όμως προσπαθώ να ακούω αυτά που δεν λες...

"Για την καρδιά μου αρκεί το στήθος σου,για την ελευθερία σου αρκούν τα φτερά μου.
Απ’το δικό μου στόμα φτάνουν ως τον ουρανό όσα κουρνιάζουν στην ψυχή σου μέσα.
Μέσα σου στέκει το ξεγέλασμα της κάθε ημέρας.
Έρχεσαι σαν τη δροσιά πάνω στα στόματα των λουλουδιών.
Και είπα τότε πως τραγούδαγες στον άνεμο σάν τα πεύκα και σάν τα κατάρτια των πλοίων.
Σαν πεύκο είσαι, και σαν κατάρτι πανύψηλη και αμίλητη.Και ξαφνικά μελαγχολείς, σαν επιβάτης σε μπάρκο.
Φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη σα δρόμος παλιός.Σε κατοικούν φωνές και αντίλαλοι της νοσταλγίας.Ξυπνάω και τότε, κάπου-κάπου, αποδημούνε τα πουλιά που κοιμώντουσαν στην ψυχή σου μέσα."

Σάββατο, Μαρτίου 6

ενα γραμμα στον εαυτο μου...


Ειμαι εδω και σε περιμενω...
το γιατι ειναι μια ερωτηση θανατος...
αλλα να σε αφησω εδω δεν μπορω...
αλλωστε το λαθος ειναι δικο μου...
και αυτο το ξερουμε και οι δυο...
θα ερθεις και θα μου πεις "δεν πειραζει"...
θα κατσεις εκει να με ακουσεις να μιλαω και στο τελος θα βγαλεις αλλο ενα λογικο συμπερασμα...
θα μου το πεις με τον τροπο σου θελοντας να με κανεις λιγο καλυτερο...
αλλωστε εσυ ξερεις ποιος ειμαι και ολα μου τα λαθη...
το θελω αυτο, γιατι ετσι εχω καποιον που θα ειναι εκει οταν τον θελω...
ολοι οι υπολοιποι θα εχουν φυγει...
και εσυ θα εισαι ακομα εκει περιμενοντας με ακομα μια φορα να μιλησω...
αλλα γιατι???...
αλλα γιατι δεν σε εχω ακουσει να μιλας...
για σενα...
για τον κοσμο...
για αυτα που θες...
για αυτα που αγαπας...
για αυτα που μισεις...
γιατι
δεν μιλας ποτε...???
Ποτέ δεν πίστεψες ότι κάποιος θα έκανε τόσα για σένα,
ποτέ δεν πίστεψες ότι κάποιος είδε τόσα σε σένα,
ποτέ δεν πίστεψες σ' εσένα...


.....ναι μαζί μου ήσουν ο εαυτός που σου μάθανε, ποτέ όμως ο εαυτό σου.
Μπορείς και είσαι κάτι περισσότερο και μπορείς να εντυπωσιάσεις με αυτό που υπάρχει μέσα σου.
Ποτέ η απλοϊκότητα δεν ήταν κομμάτι σου.

Προτίμησες να μείνεις όμως σε αυτό που σου είπανε ότι είσαι, κάτι μικρό και μίζερο, μόνο του και δυστυχισμένο, χωρίς αγάπη να προσφέρεις....

Οποιος σε είδε όμως το πρωϊ να έχεις το κρυφό χαμόγελο του περισσότερου,

την έξαψη της αμαρτίας, το κάτι που δεν ξέρουν οι άλλοι,
τότε εκείνος ξέρει ότι πάλι έβαλες τη μάσκα σου.

Δεν μπορείς να κρυφτείς απο μένα, δεν μπορείς να κρυφτείς πια γιατί το βίωσες... και σε τρόμαξε τόσο ο εαυτός σου γιατί είδες ότι μπορείς να είσαι όμορφος

Δέν μπορείς να μείνεις μ' έναν άνθρωπο μόνο γιατί έγινε η μαμα σου......

δεν έχεις ανάγκη να σε προσέχει όταν είσαι άρρωστος και δεν σου πάει να είσαι νοσοκόμος...

Για δυό μέρες έζησες, ξεπέρασες τον εαυτό σου, σε έπιασε ο ήλιος όπως ποτέ στο παρελθόν και το σημαντικότερο σου πήγαινε

και αυτό δεν αλλάζει.

Φοβήθηκες όμως μάτια μου, και για μια στιγμή τα μάτια σου τρεμόπαιξαν, όπως όταν ακούς την εκπυρσοκρότηση ενός όπλου, και τότε έπεσες...

Περπάταγες στην άκρη του έκτου ορόφου, και τό ξερες...
Δεν είναι ισόγειο εδώ μάτια μου, αυτός ήταν ο λόγος που σου άρεσε εξ'αρχής....

Εχεις ακούσει για κατάδικους που έμειναν πολύ μές το κελλί τους; Ακόμη και ανοιχτή να είναι η πόρτα δεν φεύγουν... Απάθεια η χειρότερη μορφή φόβου.

Και συ βρήκες τη δύναμη και άνοιξες την πόρτα και έφυγες, βγήκες και μπήκες ταυτόχρονα στο κελλί σου.

Γύρισες στα εύκολα, τα γνώριμα, τα λίγα, μα ποιός σου έμαθε ότι ήσουν για λίγα...

Ποτέ δεν ήσουν για τα εύκολα...

Ποιός σε πόνεσε τόσο ψυχή μου, ποιός έσβησε το φώς μέσα σου;

Δεν σου πάει να είσαι νεκρός σήμερα, έχει τόσο ήλιο σήμερα... έχει νύχτα σήμερα και όταν οι άλλοι θα κοιμούνται εσύ θα είσαι ξύπνιος...

και δεν θα είσαι μόνος, σύνελθε, στο λιμάνι το πλοίο θα σαλπάρει , άνθρωποι θα φεύγουν, και εμείς εκεί θα πίνουμε καφέ και θα φιλοσοφούμε, φτιάχνοντας το παραμύθι...

και εσύ το πρωί θα χαμογελάς, ακόμη θα φοράς τα γυαλιά σου να κρύβεις το μυστικό σου, και θα χαμογελάς...

Πόσο καιρό είχες να χαμογελάσεις,

Ω Θεέ μου πόσο...
και όλα αυτά γιατί ξεπέρασες τον εαυτό, που σου έμαθαν…
και έγινες ο εαυτό σου.

πάντα ήθελες τον έλεγχο γιατί δεν πίστεψες ποτέ ότι κάποιος άλλος μπορεί να γίνει ευτυχισμένος μέσα απο την ευτυχία σου...
Δεν πίστεψες στο όνειρο που έζησες γιατί απο την αρχή έβαλες ξυπνητήρι...

μα εσύ μάτια μου δεν κοιμήθηκες ποτέ, ήταν αλήθεια, το μύρισες, το ένοιωσες, το βίωσες...
και για καιρό δεν θα δείς όνειρα το ξέρεις...

Εχεις φροντίσει εδώ και καιρό να μη βλέπεις όνειρα,

να μη βλέπεις το τσιγάρο που καίγεται (είναι όμορφο θυμάσαι?),
τον κόσμο που περνά μουρτζούφλης να πάει στη δουλειά του,
τη μουσική να σου τρυπάει τ'αυτιά χαρούμενα
και τον ήλιο να είναι είρωνας και κυνικός με τη μικρότητα των γύρω του...

Εγινες πάλι ένας απο τους πολλούς, έγινες πια ένα μ' εκείνους τους γκρίζους,

τους μόνους...

Το τηλέφωνο θα χτυπάει πάντα με απόκρυψη για σένα και συ πάλι θα ανησυχείς και θα ελπίζεις...

δεν θα το χαμηλώνεις, θα αρχίζει να σε νοιάζει πάλι...
γιατί αυτό που είχες δεν θα είναι εκεί...
κάπως σαν τη ζωή σου, που θα περιμένεις να σε πάρει πάλι τηλέφωνο...
αλλά η ώρα θα περνά, οι μήνες, τα χρόνια, και δεν θα χτυπά...

Γιατί έκλεισες εκείνη τη ρημάδα την πόρτα και κλείστηκες στο κελί σου;

Οσο εύκολα φεύγεις δέκα φορές πιό δύσκολα γυρνάς...
Δεν το ξερες;;;...

σου είπα ΣΚΕΨΟΥ ΤΟ,

σου είπα δώς μου το χέρι σου και έλα... απλά ακολούθησε...
και αν τρομάξεις έλα πιό κοντά μου, εγώ είμαι πια εδώ... μόνο μη φύγεις.

Μια ζωή έκανες ότι σου έλεγαν,
μια ζωή σκεφτόσουν ότι σου έλεγαν, μια ζωή άλλων...

και τώρα πρώτη φορά σου είπε η ζωή σου κάτι διαφορετικό, και δεν την άκουσες...
σου είπε ΣΚΕΨΟΥ ΤΟ...

Σου είπα ήρεμα,’’ ξύπνα μάτια μου, εφιάλτης ήτανε και τέλειωσε...’’

μα εσύ ακόμη εκεί φλερτάρεις με τους φόβους σου.

Τα τσιγάρα πάλι τέλειωσαν, η παγκόσμια συνωμοσία σε δράση, όπως σε όλα τ'άλλα. Νόμιζα μαζί όμως, ότι μπορούσαμε να νικήσουμε...

νόμιζα ότι παντα θα μοιραζόμασταν το τελευταίο τσιγάρο και θα νικάγαμε....

Ναι, έτσι απλά όπως αγνοούσαμε τα ξυπνητήρια, τους φόβους, την ώρα και τις πόρτες τους... ναι εμείς οι δυό πιό δυνατοί.
Τώρα, μπροστά στον καθρέφτη της ψυχής σου στέκεις……

απλά είσαι εκεί και είμαι εδώ,
τώρα απλά τελειώνουν όλα, και τώρα πια με νοιάζουν όλα,
και τα ξυπνητήρια και η ώρα και οι φόβοι και οι πόρτες...

Ενα ευχαριστώ δεν φτάνει,

ένα αντίο είναι πιό δίκαιο...
καλό δρόμο να έχεις στη ζωή σου, και που και πού
ξύπνα τα πρωϊνά και χαμογέλα,
βάλε τα γυαλιά σου και χαμογέλα,
ανεβα στη μηχανη σου και χαμογέλα,
βάλε το χαμόγελό σου και κάνε τους άλλους ν'αναρρωτιούνται...

Ετσι απλά...

Παρασκευή, Μαρτίου 5

εγώ,εγώ,εγώ...


Σίγουρα αυτοσαρκαστικός. Σίγουρα αυτοκαταστροφικός. Σίγουρα ψώνιο ώρες - ώρες. Αλλά όλοι λένε πως είμαι καλό παιδί κατά βάθος (γεώτρησης)...
και όλα μες στο μυαλό μου ένα κουβάρι, που δεν έχει αρχή και τέλος.
Μόνο μαλλιά μπλεγμένα, που δεν ξέρω πως να τα ξεμπερδέψω... Τόσο απλά όλα, και όμως, τόσο περίπλοκα με το που κάτσεις να σκεφτείς τι νόημα βγάζουν...

Γιατί είναι όπως τον καθαρό, γαλάζιο ουρανό.Αν απομακρυνθείς από την "παραμόρφωση" ,από την γκριζάδα του νέφους, είναι εκεί: σε περιμένει να τον δεις!
Όπως σε περιμένω κι εγώ.
ΕγώΕγώ, εγώ, εγώ, εγώ, εγώ........
Ο εγωισμός σκοτώνει :μάθε και προφυλάξου.
Δεν τα κατάφερα, και έχω στα χέρια μου πολλά πτώματα σκοτωμένων "στιγμών", που θα μπορούσαν να είναι αγκαλιές, χάδια κι έρωτας.
Και όμως μετατράπηκαν σε γκρίζες ομίχλες και πικρές κουβέντες.
Θέλω να τις σκεπάσω με ένα σεντόνι από δάκρυα, και να μην τις ξαναθυμηθώ ποτέ!
Να μην με στοιχειώσουν στα όνειρά μου…

-«Θα με αφήσεις;»…….

Λοιπόν, ναι.
Ναι, αλλά το κάνω για ΣΕΝΑ.
Κάτι από τα "χρόνια μου", αλλά που έχει νόημα,πάντα είχε, έχω κρατήσει για σένα.
Μουσικές, λουλούδια και στιγμές που ακόμα δεν έχουν γεννηθεί, αρκεί να ανοίξεις τα χέρια σου, κι εγώ θα γεμίσω
την αγκαλιά σου με αυτά...

Μην με ρωτάτε "γιατί τόση μουνταμάρα", δεν είναι ώρα γι αυτό, αλλά δεν θα παραλείψω να αναφερθώ σχετικά. Ας πούμε ότι, περιμένω εξελίξεις
Εσωτερικής και εξωτερικής διεργασίας. Καταρχάς να τα βρω με τον εαυτό μου, πράγμα καθόλου μα καθόλου σίγουρο ότι θα συμβεί, μιας και μου κρατάει μούτρα για πολλά. Κυρίως γιατί τον έχω ξεφτιλίσει σε αρκετές περιπτώσεις, τον έχω "ρίξει" σε θέματα που άλλοτε τον κρατούσα "ψηλά" .
Ακαταλαβίστικος και πάλι; Μάλλον, αλλά από την άλλη, σεβαστείτε το πρόβλημα μου. Όταν έρθει η ώρα, θα γίνω πιο αναλυτικός-βασικά, όσο περισσότερο γίνεται...

Πάει καιρός ... Έχουν μαζευτεί τόσες σκέψεις μέσα μου που νιώθω την ανάγκη να σου ζητήσω συγγνώμη γι΄ αυτό . Δεν είσαι καλά . Το βλέπω . Το αισθάνομαι . Το ακούω μες στην σχεδόν απόλυτη σιωπή τούτης της νύχτας . Είχαμε δώσει έναν όρκο εμείς . Έναν όρκο που δεν χρειάστηκε να δώσουμε χέρια , να σχηματίσουμε μεγάλες και βαριές λέξεις . Μα λες και τον λησμόνησες και γυρνάς πάλι εκεί . Στο πίσω σου ...

Γέρνεις λοξά το κεφάλι , χαμηλώνεις το βλέμμα κι απλά κοιτάς ότι υπάρχει εκεί και δεν είναι πια εδώ ... Θαρρείς και μ΄ ένα μόνο φευγαλέο βλέμμα θα γυρίσεις τον χρόνο πίσω ή εσένα εκεί ... Θαρρείς και θα φορέσεις πάλι το μπουφάν της μηχανής, θα πάρεις την σάκα στους ώμους και την ευχή της μάνας μ΄ ένα φιλί , προσωρινό αντίο ...

Κουράστηκα πια ... Νοιώθω , τόσο κουρασμένος από όλους και από όλα ... Θέλω , να φύγω από ΄δω και θα το κάνω ... σε λίγο ... λίγο ακόμη ... Θα φύγω από όλους και από όλα ... Μια καινούρια αρχή ... Ακόμη και από εδώ ... Ναι , δεν θέλω πια να μείνω ... Ξέρεις , έρχονται κάποιες στιγμές στην πορεία της ζωής μας που νιώθεις την ανάγκη , μια ακατανίκητη ανάγκη να κάνεις μια νέα αρχή , να αλλάξεις σελίδα όπως λέμε και να κλείσεις κάθε παλιό κεφάλαιο ... Ε , αυτή την ανάγκη νοιώθω γι΄ αυτό θα σταματήσω. υπάρχουν τόσες λέξεις και αναμνήσεις που με γυρίζουν πίσω και εγώ τώρα πια μόνο μπροστά θέλω να κοιτάζω...


Πόσες φορές θα σου το πω ; Ο χρόνος δεν γυρίζει, παρά μονάχα με αναμνήσεις που κατοικούν μέσα σου και σου τρώνε δειλά τα σωθικά λιγοστεύοντας το παρόν και το τυχόν μέλλον σου ... Μεγάλωσες από παιδί ακόμα . Δεν πρόλαβες ούτε την παιδική σου κούνια να χαρείς . Είναι αργά για να ξαναπαίξεις στην αλάνα ... Το ξέρεις γι΄ αυτό δεν είσαι καλά ... Έχασες χρόνια που δεν αναπληρώνονται με το πέρασμα του χρόνου ... Έχασες ανθρώπους που δεν θα ΄ρθούν χτυπώντας σου ξανά την πόρτα ... Έχασες ζωές αφήνοντας σου μονάχα μια ως το τέλος του παιχνιδιού ... Έχασες τον εαυτό σου κι εμένα , μικρό μου εγώ ... Με έχασες ... με χάνεις ... θα με χάσεις ...
Όχι τώρα όμως ... Το παιχνίδι δεν τέλειωσε ακόμη . Έχεις ακόμη μια ζωή και μια ανάσα να παλέψεις γι΄αυτήν ... Έχεις ακόμη ένα όνειρο ... Να την ζήσεις ... Και θα την ζήσεις ! Κοίτα πίσω για μια τελευταία φορά . Ρίξε μια κλεφτή ματιά και πες αντίο ... στο κουρασμένο σου εγώ ...

Τρίτη, Μαρτίου 2

life is...

Δεν την αντέχω εγώ την αγάπη...Όχι επειδή με πνίγει... (Πού τέτοια τύχη...)Αλλά επειδή εκείνη δεν με συμπάθησε ποτέ και πολύ κι έτσι δεν τη θυμάμαι...Κι ό,τι δεν θυμάσαι, συνήθως το φοβάσαι.Είναι ένα τέρας κρυμμένο στην ντουλάπα.Ένα τέρας με κίτρινα μάτια, που το έχεις κλειδώσει για να μη σε κατασπαράξει.Από μικρό παιδί η αγάπη ήταν το όνειρό μου – που ποτέ δεν εκπληρώθηκε.Μόνο κάποιες φορές, μόνο για λίγο.Ύστερα φύσαγε πάντα Θεέ μου ένας Βοριάς και τα έπαιρνε όλα, σαν να μην υπήρχε ποτέ τίποτε.Κι έμενα πάντα να κρυώνω.Όλη μου τη ζωή υποφέρω από κρύο, ακόμα κι όταν οι άλλοι καίγονται στον καύσωνα.Μου λένε πως φταίει η χαμηλή μου πίεση. Εγώ ξέρω καλά τι φταίει.Είναι κάτι πρωινά σαν κι αυτό που έχω μια γεύση μετάλλου στο στόμα, σαν να στραγγίζει δηλητήριο.

Κι είναι και κάτι βράδια που κλείνω την πόρτα μου, την κλειδώνω δυο φορές και βάζω την «προστατευτική» αλυσίδα.Νιώθω σαν πληγωμένο αγρίμι, δεν θέλω να με πλησιάζει κανένας κι ούτε να περιμένω απολύτως τίποτα. Ούτε τηλέφωνα να χτυπήσουν, ούτε πόρτες ούτε τίποτε. Και απ' την άλλη, λιώνω μέσα μου από την προσδοκία, από την πόρτα που άνοιξε και μου θύμισε πως διψάω τόσο μα τόσο πολύ που χρειάζομαι έναν Αμαζόνιο αγάπης για να ξεδιψάσω.Είναι απίστευτο τελικά πόσο ασφαλές είναι να μην προσδοκάς: δεν έχεις από τίποτα να διαψευτείς και αυτό από μόνο του είναι πολύ «προστατευτικό».Ψέματα...Τίποτα...
Ούτε αλυσίδες, ούτε “ψυχοπροφυλακτικά” μπορούν να προστατέψουν.Ίσως γιατί το μόνο που θέλω εκεί στο βάθος που λιώνω είναι να βουλιάξω για λίγο στην τρυφερότητα και να μείνω εκεί πέρα, στην κούνια, στην ψευδαίσθησή της.Ίσως γιατί μεγαλώνοντας δυο πράγματα μπορεί να συμβούν: ή να γίνεις πιο ανθεκτικός στον πόνο ή πιο ευάλωτος.Νομίζω πως αυτή την εποχή μέσα μου εναλλάσσεται μια το ένα μια το άλλο.Πού θα πάει, λέω, θα σταθεροποιηθεί κάποια στιγμή, ή προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση.Το μόνο που ανακαλύπτω αργά και τρομακτικά είναι πως τελικά έχω τόση μα τόση αγάπη και τρυφερότητα να δώσω μέσα μου, που τρομάζω κι εγώ ο ίδιος από το μέγεθός τους.Άλλη τόση, όμως, θέλω και να

πάρω...Καλύτερα να μην ήθελα τίποτα, όπως μου συνέβαινε αιώνες τώρα...Γιατί εκεί βρίσκεται το Βατερλώ μου... Όταν ζητάω κι εγώ να πάρω...Απλά πράγματα, τίποτα σπουδαίο, μη νομίζεις. Σεβασμό για αρχή, λίγη αγάπη γι' αργότερα.Σκέτο Βατερλώ σου λέω...Δεν με πάει η αγάπη.Να σου πω την αλήθεια, θα ήθελα να ξυπνήσω αύριο το πρωί και να 'χουν πάψει όλα αυτά, να 'χουν σιωπήσει, να 'χουν τελειώσει.Αλλά ποιος είπε πως θα μου χαριστεί κάτι σ' αυτήν τη ζωή; Αυτή δεν γνωρίζει την τακτική του marketing: αγοράζεις ένα και παίρνεις άλλο ένα δώρο!Και ως γνωστόν, life is a bitch and then you die.At least, I die.Game over.

09-12-1992 σαν χθες...

Ειναι βράδυ Κυριακής...
Σαν χθές ... Ναι , σαν χθές έρχεται η εικόνα σου στα μάτια μου . Εκείνη η εικόνα που όσο κι αν προσπαθήσω δεν λέει να φύγει από το σεντούκι των αναμνήσεων ... Είναι πάντα εκεί να μου θυμίζει τα χέρια σου ν' απλώνονται βίαια πάνω στο κορμί μου και να μου κλέβουν τα όνειρα από το αφελές μυαλό μου .
Να γκρεμίζουν τα κάστρα που με τόσο κόπο έφτιαχνα, πιστεύοντας ότι θα ζήσω μέσα τους μακριά από εσένα , μακριά από κάθε τι που με πληγώνει και είναι κίνδυνος για μένα και το μικρό καταφύγιο που έπλαθα στο νου μου ...
Γιατί μικρό ήταν . Τόσο, όσο η άμμος που χωρούσε στις χούφτες μου . Όμως εγώ ήλπιζα ότι θα μπω μέσα του και θα γλιτώσω από τον πόνο που μου προκαλούσες .
Πάντα αυτό ονειρευόμουν Να φύγω !
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου , αυτό ήθελα κι ακόμη αυτό θέλω κι ας έφτασα στα 22 μου χρόνια, κι ας κατάφερα να φύγω μακριά σου. Τώρα πια , θέλω να φύγω ! Να πάω κάπου μακριά . Κάπου όπου δεν έχω ξαναπάει ποτέ ως τώρα . Κάπου , όπου δεν θα ξέρω κανένα και κανείς δεν θα γνωρίζει εμένα . Κάπου απλά , αλλού ...
Θυμάμαι τις φωνές , τις κραυγές , τους λυγμούς , τον πόνο ... Τόσος πόνος Θεέ μου !
Κι όλα δίχως κάποιο λόγο ή αφορμή . Αδικαιολόγητα ! Μα , τι λέω ; Τίποτε δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει ότι έκανες τόσα χρόνια , όπως τίποτε δεν μπορεί να δικαιολογήσει την σιωπή μου , την δειλία μου , τον φόβο μου ... Τον τρόμο , που με συντρόφευε και που ακόμη ακολουθεί το κάθε μου βήμα ...
Τίποτα ... τ' ακούς ;
Τίποτα , δεν μπορεί να δικαιολογήσει εκείνο το βράδυ, πριν από έναν ολόκληρο χρόνο, που για τελευταία φορά άπλωσες τα χέρια σου πάνω μου με όλη σου την δύναμη.
Για να σκοτώσεις κάθε ίχνος ονείρου και ανθρώπινου συναισθήματος που μου είχε απομείνει ... Ακόμη , θυμάμαι ... Ήταν μόλις 12 τα μεσάνυχτα , ξημέρωμα της Αγίας Άννας . Πάντα θα θυμάμαι , το ξέρεις άραγε ; Θυμάμαι τον ήχο της φωνής σου σαν 'χθές ...
- Θα σε σκοτώσω ... θα πεθάνεις ... φώναζες , χτυπώντας με στον τοίχο ...
Θυμάμαι τη μάνα και την αδερφή μου να με κοιτούν δίχως να κάνουν τίποτα απολύτως . Απλοί θεατές στην παρ' ολίγο τελευταία νύχτα της ζωής μου . Θυμάμαι να με χτυπάς στο κεφάλι συνεχώς, κι εγώ να προσπαθώ να συναρμολογήσω τα κομμάτια απ' το σπασμένο κινητό , να τα κολλάω μεταξύ τους σαν τις εικόνες τις ζωής μου που αθόρυβα περνούσαν από 'μπρος μου σαν ταινία μικρού μήκους και να γράφω σε μήνυμα σε οποιον εβρισκα εκεινη την στιγμη, τρεις μόνο λέξεις :
" ΘΑ ΜΕ ΣΚΟΤΩΣΕΙ ... " .


Αυτές οι λέξεις είναι ο λόγος που εγώ θυμάμαι ακόμη . Τι ειρωνεία !
Τρεις μόνο λέξεις να σώζουν το σώμα σου .
Γιατί μόνο αυτό είχα . Ένα σώμα γεμάτο πληγές , αμυχές , κακώσεις , αίμα κι αναμνήσεις . Ένα σώμα , που πάλεψε στο φορείο του νοσοκομείου να κρατηθεί δίχως να ξέρει το γιατί το κάνει ... Σαν 'χθές , μου φαίνεται που άκουγα την φωνή του γιατρού να με ρωτάει :
- Ποιός , σε χτύπησε παιδι μου ; Πες μου και δεν θα το πω σε κανένα ...
- Κανένας ... Κανένας , δεν με χτύπησε ... Έπεσα από τις σκάλες ... πολλές σκάλες ... πονάω ... κανείς ... κανείς , δεν με χτύπησε ...
Σαν 'χθές μου φαίνεται όταν βγήκα από το νοσοκομείο όπου ούτε εσύ αλλά ούτε και κανείς άλλος δεν ήρθε να με δει . Τηλεφώνησα στην μάνα μου για να την ρωτήσω αν ήσουν καλά . Όλοι μου έλεγαν να σε καταγγείλω , όμως εγώ δεν το έκανα . Όχι γιατί φοβόμουν αλλά γιατί εγώ σέβομαι ... Έχω μάθει να σέβομαι . Σαν χθές , που πέρασα δυο μήνες δίχως σπίτι και άνθρωπο δίπλα μου . Σαν χθές , που μετά από πολύ κόπο κατάφερα να νοικιάσω μια γκαρσονιέρα , ένα νέο καταφύγιο ... Σαν χθές , που σε συγχώρησα και ήρθα να σε δω κρατώντας μια κούτα γλυκά για τα γενέθλιά σου την Πρωτοχρονιά, αλλά και για να μαζέψω τα ρούχα μου και τα σκόρπια κομμάτια μου απ' το σπίτι που μεγάλωσα . Σαν χθές ...
Και ξέρεις , τι είναι αυτό που φοβάμαι πιο πολύ, ακόμη κι από τα βράδια που τα μάτια μου μένουν ορθάνοιχτα γυρνώντας άθελά τους πίσω ; Ότι πάντα για 'μένα θα είναι απλά ...
... σαν χθες πατερα,σαν χθες....

Δευτέρα, Μαρτίου 1

μοναχα σιωπη,να τι μας εμεινε.....


00:20 μμ. Περασμένα μεσάνυχτα λοιπόν κι εγώ βρίσκομαι γι΄ άλλη μια φορά μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή να αφήνω σκέψεις ... Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και ο ήχος από το " τίποτα" του Κότσιρα, μου κάνουν συντροφιά κι αυτό το βράδυ ... Πάνε μόλις λίγες ημέρες από εκείνο το βράδυ που μιλούσα για εσένα ή καλύτερα για εμάς στον Θαναση... Θα ταν τέτοια ώρα περίπου αν θυμάμαι καλά . Ίσως λίγο νωρίτερα , ίσως λίγο αργότερα ...
Άλλο ένα βράδυ που πέρασε με το κρασί να κυλά στις φλέβες μου και τα χείλη μου να υφαίνουν λέξεις γεμάτες πόνο ενώ το μυαλό γέμιζε από εικόνες εμάς των δύο μαζί ... Με ρωτούσε για εσένα κι εγώ άρχισα να μιλώ ... Θυμάμαι , να λέω " Ξέρω , πώς όσος καιρός κι αν περάσει , ακόμη κι αν περάσουν χρόνια ολόκληρα εκείνη θα ψάξει να με βρει , να μου μιλήσει ... Δεν ξέρω , τον τρόπο που θα το κάνει , μα θα το κάνει και ξέρω πώς αν δεν το ΄χει κάνει ακόμη, είναι ίσως γιατί μας είναι δύσκολο ... αφάνταστα δύσκολο , τρομαχτικά δύσκολο να πιστέψουμε ότι τόσο σύντομα κάποιος μας αγάπησε τόσο πολύ... " .
. Δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη να σου γράψω , ούτε το θάρρος ... Σου έγραψα περισσότερα απ΄ ότι έπρεπε, και θα μπορούσα να γράψω ακόμη πιο πολλά , μα , συγκρατήθηκα . Έγραφα μηχανικά και δειλά παράλληλα δίχως να πιστεύω αυτό το οποίο έκανα εκείνη τη στιγμή . Ξέρεις , ακόμη δεν το έχω συνειδητοποιήσει ...
Πέρασαν 6 μήνες απο τότε που άφησες το νησί.Εξη μηνες....
Τόσοι χρειάστηκαν για να μου στείλεις ένα μνμ ... Ήξερα πως κάποια στιγμή θα μου έστελνες, μα δεν το περίμενα τώρα και με αυτό τον τρόπο . Δεν ξέρω γιατί το έκανες κι ούτε θα μπω στην διαδικασία να μάθω τον λόγο . Ίσως , ήταν ένα απ΄ αυτά τα βράδια που πέρασες μόνη σου πίνοντας κόκκινο κρασί και ακούγοντας μουσική όπως πάντα ... Ίσως να ένιωθες όπως εγώ τώρα , ίσως να είχες την ανάγκη να το κάνεις , ίσως απλά να ήθελες να περάσεις τον χρόνο σου γράφοντας ότι σου σκάσει στο μυαλό ... Δεν ξέρω Δεν ξέρω επίσης εάν έχω τον αριθμό σου ... Στην προσπάθειά μου να ξεπεράσω τον χωρισμό μας άλλαξα σχεδόν αμέσως αριθμό και την sim ούτε που ξέρω εάν την έχω καταχωνιασμένη σε κάποιο συρτάρι ! Δεν ξέρω πως το έκανα αυτό και τόσα άλλα βέβαια . Πως συγκρατήθηκα να μη σου ξαναστείλω , να μη σε πάρω να ακούσω έστω την φωνή σου , να μην έρθω στο σπίτι σου στην Αθήνα και να χτυπήσω την πόρτα ... Ξέρω ότι κάτι με βοήθησε και το κατάφερα ...
Έκανα πολλά κι ακόμη κάνω για να ξεπεράσω , για να ξεχάσω , για να τρέξω και να φύγω μακριά από το παρελθόν , μα όσο το κάνω τόσο πιο κοντά του έρχομαι θαρρώ ... Άλλαξα και αλλάζω κάθε μέρα πιο πολύ. Και εσωτερικά και εξωτερικά απ΄ ό,τι λένε . Το ΄χω ανάγκη . Μόνο που δεν έχω κανένα να με κάνει να θέλω να γίνω καλύτερος άνθρωπος όπως τότε, που είχα εσένα κι εσύ εμένα . Όχι επειδή δεν υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν να είναι κοντά μου , μα γιατί εγώ τους διώχνω όσο εκείνοι με πλησιάζουν ...
Χθες βράδυ, βγήκα και κάποια κοπέλα με κοίταξε στα μάτια και μου είπε πάνω από δέκα φορές πως θέλει να είναι μαζί μου . Απέφυγα για ώρα να της απαντήσω μέχρι που έδωσα μια απάντηση που ούτε καν εγώ δεν περίμενα « Ό,τι είχα να δώσω σε μια γυναίκα , το έδωσα καιρό πριν. Δεν έχω να δώσω τίποτα. Oχι μόνο σε εσένα, αλλά σε κανένα ...».!!!



Σου έδωσα τα πάντα , κι ακόμη τα ΄χεις . Μάλλον… ξέχασες να τα βάλεις στις κούτες με τα πράγματά σου ... Σου έδωσα την ψυχή , την καρδιά , την σκέψη , την αγάπη κι ότι είχα και έμεινα με ένα μεγάλο τίποτα και πολλές αναμνήσεις που αξίζουν όσο τίποτε άλλο ...

οτι κουβαλαμε μεσα μας δεν γινεται απουσια.....

27/09/09 06:21
Κλείνω τα μάτια και η θύμησή σου πλέκεται σε δικά μου μονοπάτια μιας άλυτης σιωπής. Κλείστηκαν οι μνήμες στο σεντούκι και πέταξα τα κλειδιά στην ησυχία της νύχτας! Αφανέρωτες λέξεις γίνηκαν Ερινύες να μαρτυρούν το χθες, στις διαδρομές του σήμερα.
Και ο ίδιος σκοπός να βασανίζει το νου. Συντροφιά απουσίας που γίνηκε σταθμός,
οι διαβάτες προσπερνούν στην αποβάθρα, πηγαινοέρχονται οι ώρες, τα λεπτά...αλλάζει η μέρα, αλλάζει ο καιρός,
αδυσώπητος ο κόμπος στο λαιμό, που σημαδεύει τις στιγμές.
Κλείνω τα χέρια και σε κρατώ ανάμεσα στα όνειρά μου,
εκείνα έθρεψαν την επιθυμία, εκείνα σε κράτησαν ζωντανή να με συντροφεύεις στο κενό της ύπαρξής σου.
Μιλήσαμε με τα μάτια κλειστά και αφήσαμε της αλήθειας τα μυστικά να θάψουνε το ψέμα.
Κοίταξε τον ήλιο και άσε με να σε κοιτώ,
ποτέ δεν σε άφησα απ’ των χεριών μου την αφή και κύλήσες και χάθηκες στης κόψης το μαχαίρι.
Αρνήθηκε η μοίρα να σώσει το καιρό που παραμόνευε στης νύχτας τα θηρία να βρει ανατροφή.
Έλειψες μια στιγμή και φάνηκε αιώνας. Έφυγες και σκόρπισες σιωπή στης καρδιάς μου το κυκλώνα. Αδυσώπητη φυγή οδηγεί τα βήματά σου, σωτηρία στη φυγή αφορμή για τα όνειρά σου.
Έλειπες...λείπεις...έφυγες..
΄΄Απουσία΄΄ χάραξε στης ζωής μου τον μαυρο πίνακα η κιμωλία .
Μ έναν θορυβο σιωπής που σου τρυπαει τ αυτιά!!!!

Ό,τι κουβαλάμε μέσα μας ποτέ δεν θα γίνει απουσία!


Είμαι δεμένος στο σώμα σου σαν άγριο σκυλί σε πάσσαλο και αλυχτάω, όχι γιατί θέλω να λευτερωθώ και να το σκάσω, αλλά επειδή δεν σε φέρνουνε σε μένα μια ώρα αρχίτερα να κόψω με τα δόντια μου τις σάρκες σου, αυτές που ντύνεσαι για να είσαι «όπως πρέπει» μπρος στους τρίτους.
Το πάθος μου για σένα συγκρίνεται μονάχα με ένα μάτσο απρέπειες μη εξημερωμένου ζώου. Θέλω να σε απολαύσω αργά. Θα μένω λοιπόν κάμποσο νηστικός. Θα αφήνω την πείνα μου να ξαναμεγαλώνει σαν κλαδεμένο κλαρί, για να σε ευχαριστηθώ πάλι από την αρχή. Δεν θα σε λυπάμαι που θα κείτεσαι κι εσύ αιχμαλωτισμένη. Θα σε ποδοπατάω. Κανείς δεν λυπάται κάτι το θεϊκό.
Κανείς δεν δείχνει ευσπλαχνία για το αναίτια υπέροχο. Θα τα υποστείς όλα μέχρι να γιατρευτεί η λύσσα του έρωτά μου.

15 Αυγούστου...
Θα σε σκεπάσω με έρωτα την επόμενη φορά που θα ιδωθούμε. Τα χάδια θα έχουν έκταση. Θα σε μπουκώσω με όλες τις χαρές της σάρκας μέχρι να λιγοθυμήσεις, να πέσεις να πεθάνεις. Θέλω μαζί μου να τα χάσεις ολότελα και να ομολογήσεις κρυφά στον εαυτό σου, ότι ποτέ δεν είχες τολμήσει να ονειρευτείς τέτοιο παραλήρημα…

Όταν γεράσεις, θέλω να νοσταλγείς αυτές τις λίγες ώρες, θέλω να ανατριχιάζεις ολόκληρη από την παλιά χαρά όταν στον νου σου θα τη φέρνεις.

Δεν θα με κουράσουν ποτέ οι συναντήσεις μας. Μπορεί ο άνθρωπος να χορτάσει το νερό; Μπορεί το χορτάρι να βαρεθεί τον ήλιο; Μπορεί η κορφή του ψηλού βουνού να θελήσει να τινάξει από πάνω της το παγωμένο χιόνι; Εσύ , είσαι απ’ τις ανάγκες η πιο ζωτική. Δεν έχεις τίποτα απ’ τις άλλες – όλες μαζί – να ζηλέψεις.
καμία άλλη δεν θα πάρει ποτέ με πράξεις ή με λόγια τη θέση σου στην καρδιά μου, που θα είναι πάντα αφιερωμένη σε σένα, ώσπου να μην είμαι πια τίποτε…

Δεν με ενδιαφέρει ποιος θα το μάθει αυτό… ήμουν και είμαι δικός σου ολοκληρωτικά για να σε υπακούω, να σε τιμώ, να σε αγαπώ και να δραπετεύσω μαζί σου όποτε και όπως εσύ θα ορίσεις

παλι και παλη.....


Γελάω τώρα μόνος μου καθώς σε σκέφτομαι. Δεν φοβάμαι καθόλου τη γλύκα σου. Και πόσο έκαιγες χθες…μου άρεσε αυτό διαφορετικά δεν θα το ήθελα. Βλέπεις, παρά τις υποψίες μου, δεν ήμουν προετοιμασμένος για την καταιγίδα που ξεσήκωσες… Και σήμερα, παρ’ όλο που σφύζω από υγεία, νιώθω μια γλυκιά παράλυση στα μπράτσα μου…είναι επειδή σε κρατούσα τόσο σφιχτά… Εύχομαι να μπορούσα να τη διατηρήσω

Μαζί θα δώσουμε την καλύτερη δυνατή μάχη ενάντια στην μοναξιά, στην γκαντεμιά, στον θάνατο, στην αδικία, στην τεμπελιά (τον παλιό αυτόν εχθρό μας), στα υποκατάστατα, στους φόβους και όλα τα άλλα ασήμαντα πράγματα για χάρη του τρόπου που κάθεσαι με την πλάτη ίσια στον καναπέ και είσαι πιο αξιαγάπητη από κάθε προτομή που στόλισε ποτέ την πλώρη καραβιού ή έγειρε στο πλάι από το φύσημα του αγέρα και για χάρη της καλοσύνης, της σταθερότητας, της αγάπης μας και των αγαπημένων μερόνυχτων που περάσαμε στο κρεβάτι

Πόνεσα... Πόνεσα πολύ με την απόφασή σου να σταματήσουμε. Μα το ήθελες και αφού το ήθελες τι είμαι εγώ να σε εμποδίσω; Ποιος άνθρωπος μπορεί στα αλήθεια να εμποδίσει τον άλλον; Να του πει πράξε έτσι, πράξε αλλιώς; Όχι, δε γίνονται αυτά.
Μα ο πόνος υπάρχει. Είναι ανεξάρτητος και από τα εμπόδια και από τα λόγια και από όλα.
Είπα στην αρχή πως δε θα σε σκέφτομαι, μα έτσι με αυτήν την απόφαση σε σκέφτομαι ακόμη περισσότερο. Εισαι εδω όλη μέρα. Περπατάς μες στο κεφάλι κι ακούω τα βήματά σου να με ενοχλούν. Είναι οι ώρες που με ενοχλείς... Με ενοχλεί το γεγονός ότι σε ερωτεύτηκα και δε σε αγάπησα.
Αυτό ήθελα και αυτό αποζητούσα σε σένα. Όχι αγάπη... Έρωτα, γιατί είμαι άνθρωπος βουτηγμένος σε εγωισμούς. Γιατί σε ήθελα κτήμα μου και τίποτα άλλο. Και ακόμη έτσι σε θέλω.

Δεν ξέρω τι είναι αυτός ο σεβασμός που λένε. Η εκτίμηση στον άλλον, η άδολη αγάπη.


Είναι άγνωστα για μένα πράγματα αυτά. Δεν τα αισθάνθηκα ποτέ στον ερωτά μου για σένα. Μόνο άγρια πράγματα, πρωτόγονα ένστικτα μου βγήκαν στην επιφάνεια και κολύμπησαν στο ταραγμένο μυαλό μου. Γιατί έτσι ήταν το μυαλό μου από τη στιγμή που σε ερωτεύτηκα. Θάλασσα φουρτουνιασμένη, αέρας βαρύς και φωτιά που τρώει τα πάντα.
Κοιτούσα το πρόσωπό σου κι ήθελα να σε κρατήσω δική μου για πάντα, κλεισμένη και σε ένα κουτί αν μπορούσα. Να ανοίγω το κουτί και να κοιτώ το πρόσωπό σου. Να το φιλώ όπως φιλάμε ένα ιερό φυλαχτό. Τα βράδια ονειρευόμουν το πρόσωπό σου, μονάχα το πρόσωπό σου, να βγαίνει από γωνίες σκοτεινές και να με κοιτά με αυτά τα μάτια σου, να μου γελά με τα χείλη που τόσο τρελάθηκα για αυτά.
Κοιτούσα το σώμα σου, μισόγυμνο, σκεπασμένη με τα γαλαζια σεντόνια στο κρεβάτι που μόλις είχαμε ενωθεί και δεν ήθελα τίποτα άλλο παρά μόνο να σε κατασπαράξω. Να κολλήσω πάνω σου με αγωνία και να σου ζητήσω να ακουμπήσω για πάντα στο σώμα σου. Να ανασαίνω τη μυρωδιά σου, να οσμίζομαι τις ανάσες σου, να ρουφώ τα γέλια σου...
Αγάπη μου...
Τo ξέρω πως τέτοιος έρωτας δεν αντέχεται εύκολα. Ποιος αντέχει να τον κατατρώνε; Μόνο αυτός που ξέρει να ξαναγεννά τη σάρκα του και την προσφέρει πάλι για φάγωμα. Ποιος τα μπορεί αυτά τα πράγματα; Για αυτό και σε καταλαβαίνω.
Και εγώ θα έφευγα, -ίσως να έφευγα-, ίσως και να γυρίσεις πάλι, όπως τόσες φορές έχουμε κάνει και εγώ και εσύ. Σε καταλαβαίνω όμως. Δε θα κατηγορήσω τίποτα από αυτά που μου είπες. Τον εαυτό μου πρέπει να κατηγορήσω, αλλά με ξέρεις είμαι τόσο εγωιστης, που και αυτό αδυνατώ να το κάνω. Πάλι τα ίδια θα σου έλεγα, πάλι τα ίδια θα έκανα ακόμη και αν γύρναγες, γιατί ο έρωτας σε τρελαίνει. Δεν υπάρχει λογική, δεν υπάρχει αγάπη στον έρωτα.

καλα εκανες και εφυγες!!!


Είμαι στο γραφείο και σου γράφω. Έχω το παράθυρο μπροστά μου. Ένα ψηλό φαρδύ παράθυρο με μπλέ κουρτίνες. Είναι το μοναδικό παράθυρο του σπιτιού με μπλέ κουρτίνες. Ο καιρός είναι υγρός και μουντός. Το χώμα μυρίζει βροχή που έρχεται. Κάποιες στάλες ήδη έχουν πέσει στην κουπαστή του μπαλκονιού. Βλέπω την κορυφή ενός ωραίου δέντρου που έχω στο κτήμα. Είναι γυμνό τώρα και τα κλαριά του μοιάζουν με εκείνα των δέντρων που ζωγραφίζω. Ξέρεις δεν ζωγραφίζω πολύ καλά. Δίνω ωραίες γραμμές όμως στα σκίτσα, έτσι που να μοιάζουνε με σκίτσα κάποιου σπουδαίου ζωγράφου, όμως αν τα προσέξεις από κοντά και επιμείνεις στις λεπτομέρειες, θα διαπιστώσεις πολλά λάθη μέσα τους. Παρόλα αυτά, πάντα σχεδιάζω όμορφα γυμνά δέντρα... Ποτέ δε βάζω χρώμα... Μόνο γραμμές, ωραίες γραμμές και στο τέλος τα φυσώ για να τους δώσω ζωή, φυσώ την πένα μου να σχεδιάσει την τελική γραμμή, που σπάει, που τρεμουλιάζει στο σωστό σημείο, και τελειώνει αυστηρή με μια στρογγυλή ανεπαίσθητη γλυκάδα...

Είναι πολλά πράγματα που δε σου είπα, δεν τα πρόλαβα ίσως...
Και είναι και πολλά που ποτέ δε θα σου έλεγα αλλά θα απαιτούσα από εσένα να μου τα πεις όλα...
Να μου ξεγυμνώσεις τη ψυχή σου ενώ εγώ θα κρατάω καλά τυλιγμένη τη δική μου. Έτσι είμαι, ένας άνθρωπος, που όλο ζητάει και δίνει ελάχιστα...
Καλά έκανες και έφυγες...
Δεν ξέρω τι κακό θα είχα κάνει και σε σένα και σε μένα αν έμενες... δεν ξέρω...
Τα μέσα μου θα έτρωγα και μαζί με αυτά και τα δικά σου.
Θα τρελαινόμουν σιγά σιγά. Ήδη είχε αρχίσει.
Ένας αέρας σηκώνονταν πολλές φορές στο στήθος μου και φύσαγε ουρλιάζοντας, σαν τους νυχτερινούς αγέρηδες στην εξοχή.
Κι όταν κάναμε έρωτα πότε τρυφερά και πότε δυνατά, άπειρες ήσαν οι φορές που θέλησα να ξεψυχήσεις σφιχταγκαλιασμένη γύρω μου κι άλλες τόσες να αφήσω την ψυχή μου μέσα στα βάθη εκείνων των φιλιών μας....
Θυμάμαι τα χέρια μου να ψάχνουν αχόρταγα την ήβη σου, νοτισμένη σα βρεγμένο χώμα για μένα, τα πόδια σου να μπλέκονται με τα δικά μου, οι αναπνοές σου να βογκούν το όνομά μου άγρια, τα χείλη σου να πιέζουν τα δικά μου με μικρές υγρές δαγκωνιές λαχτάρας και παράδοσης... Να μουρμουρίζεις πως ήθελες να σβήσεις εκείνη την ώρα, εκείνες τις στιγμές που το σώμα σου αναταράζονταν στα αφρισμένα μας κύματα κι οι πνοές σου γίνοταν θύελλες που φούσκωναν πανιά για τα ταξίδια τα επικίνδυνα...
Που να υποπτευόμουν ότι κάποια ταξίδια δεν έχουν γυρισμό, που να υποπτευόσουν...
Δεν υποπτευόσουν μα γνώριζες... Αλλά καμωνόσουν πως δεν ήξερες, πως δεν έβλεπες, πίστευες πως όλα μπορούσες να τα προλάβεις, να τα ελέγξεις... Τη στιγμή που όλα είχανε αρχίσει από την αρχή να ελέγχουνε εσένα... Μόνο θυμήσου...
Θυμήσου και μετά αποφάσισε ή κρίνε κατά πόσο μπορούσαμε να ελέγξουμε τα πράγματα τα ανεξέλεγκτα, πράγματα που από τη φύση τους είναι εκτός κάθε ελέγχου...
Και δεν ξεκινήσαμε καθόλου έτσι. Ποιον δρόμο πήραμε λάθος ή ήταν όλα προδιαγεγραμμένα κι εμείς απλώς πατούσαμε σε ήδη πατημένα μονοπάτια; Υπήρξαμε άραγε τόσο ανόητοι ή απλώς θαρραλέοι από άγνοια;

Θυμάσαι το μονοπάτι δίπλα από το σπίτι σου; Το δρομάκι γεμάτο από ξερά σπασμένα φύλλα κάτω. Θυμάμαι την απόλαυση να τα πατάω…… Να ακούω το θόρυβο του τσακίσματος...

Θυμάσαι τα χέρια μας μπλεγμένα; χαμένοι ο καθένας στη δικιά του σκέψη, στη δικιά του σιωπή, αμήχανοι κι οι δυο μπροστά σε αυτό που νοιώθαμε πως γεννιόταν. Σε αυτό που το είχαμε απορρίψει εξαρχής κι είχαμε υποσχεθεί να το κρατήσουμε μακριά...

θυμάσαι; την αγκαλια στην βραδυνή συναυλία, να με κρατάς σφιχτά καθώς κρύωνα, να χώνω το χέρι μου αναμεσα στα ποδια σου, να σου ζητώ αγάπη... Δεν τήρησα τη συμφωνία μας... Μα ούτε κι εσύ... Ζήτησες κι εσύ με τον ίδιο τρόπο που έδωσες. Έψαχνες το χέρι μου να ακουμπήσει στο μάγουλό σου και σαν μικρό παιδάκι έγερνες στο πλάι καθώς κοιτούσα το πλαϊνό μέρος του λαιμού σου... Με ανατρίχιαζε αυτό που αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή, ανατρίχιαζες κι εσύ από το άγγιγμα. Μιλούσαμε, κοιτώντας στα μάτια ο ένας στον άλλον και κάθε κουβέντα, κάθε αδιάφορη παρατήρηση μπορούσε να γίνει έρωτας... Κάθε τραγούδι μπορούσε να γίνει αφορμή... Γιατί ήμασταν γεμάτοι από έρωτα που υπερχείλιζε, γεμάτοι από έρωτα που έπρεπε να δοθεί... Το είχες πει από την αρχή... Να αλαφρύνουμε τα βάρη μας, τις σκιές μας, να πνίξουμε μα να μην πνιγούμε.
Τα αφήσαμε όλα κι εξελίχτηκαν. Σα να μας συνέβαινε για πρώτη φορά... Σα να ήμασταν έφηβοι 15 χρονών...
Και τώρα σε διώχνω... Για να με διώξεις εσύ μετά... Το ξέρουμε τώρα πια καλά το παιχνίδι. Απλώς αλλάζουμε ρόλους κάθε φορά... Η επόμενη φορά θα είναι η σειρά σου... Το επόμενο γράμμα θα είναι δικό σου, το μεθεπόμενο δικό μου...
Πόσο διαφορετικά ακούγεται το "αγάπη μου" όταν θα το μουρμουρίσω σε σένα...