Πέμπτη, Μαΐου 13

Πού πάμε καπετάνιο ?

Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου . Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι ,
εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι ,
μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει .
- Τι ΄ναι τούτα δω τα σκιάχτρα ? μου λέει . Δεν είναι για σένα η λούφα , αγόρι μου . Πάλι πλαστογραφίες κάνεις ?
Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό .
Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί . Δεν πειράζει , λέω . Πάμε γι΄ άλλα . Όπως και να 'χει το πράμα , ο Γιώργος γεννήθηκε με το βλέμμα καρφωμένο στο ξημέρωμα . Όρτσα τα πανιά λοιπόν .

Ένα μικρό ψαροκάικο είναι η ζωή μου . Ένα μικρό φθαρμένο ψαροκάικο που έχει σμαραγδιά φεγγάρια στο κατάρτι του κι έναν ξεσκούφωτο ήλιο αληταρά για τιμονιέρη . Ένα ψαροκάικο , δίχως ρότα .
- Πού πάμε καπετάνιο ? με ρωτάει ο τιμονιέρης και μου κλείνει το μάτι .
- Όπου πάνε τα κύματα ! λέω επίσημα εγώ .
Και τα σμαραγδιά φεγγάρια που είναι στο κατάρτι , σκάνε σαν ρόδια στην κουβέρτα .
Κι ο ξεσκούφωτος ήλιος ο αληταράς παρατάει το τιμόνι του και χορεύει . Και η νύχτα γεμίζει χιλιάδες ήλιους , αληταράδες . Και η ψυχή μου γεμίζει νύχτες πολύχρωμες . Γεμίζει σμαραγδένια φεγγάρια και θαλασσινά πουλιά . Πού να χωρέσουν μέσα μου ολ' αυτά , πού να στριμωχτούν , π΄ ανάθεμά τα ?

σκόρπια φύλλα....(κίτρινα...)


Τώρα κλωτσάω φύλλα. Και σε περιμένω το βράδυ. Θα ξανάρθεις με τη Σμύρνη σου καμένη και θα ξαναπροσφυγέψεις μπροστά από τον καθρέφτη, χτενίζοντας την κάπνα από τα μαλλιά σου. Ξέρεις τι θα 'θελα να σου πω? Πως ό,τι σου αρέσει, ό,τι αγαπάς, θα μπορούσα να είμαι εγώ. Απλά, δεν πρόλαβα να γίνω. Πως όσα σου έχουν πει διάφοροι ότι μπορούν να κάνουν για σένα, τα μπορώ κι εγώ. Απλά δεν τα σκέφτηκα πρώτος. Πως όποτε με περίμενες κι αργούσα, κλωτσούσα φύλλα. Και σ'αγαπούσα, ξερά και κίτρινα σκόρπια φύλλα...
Τα πιο σπουδαία πράγματα είναι και δυσκολότερο να ειπωθούν.Εκείνα που σε κάνουν ακόμα και να ντρέπεσαι, επειδή την ώρα που τα λες, οι λέξεις μειώνουν τη σημασία τους -οι λέξεις συρρικνώνουν και δίνουν μια καθημερινή, συνηθισμένη διάσταση σε νοήματα που όταν τα είχες στο μυαλό σου περιλάμβαναν τα πάντα...

Συναντάμε κόσμο όπως πορευόμαστε.
Ανταλλάσσουμε βλέμματα, χαμόγελα ευγενικά, δυο υποχρεωτικές κουβέντες, για να προσπεράσουμε και να τα πετάξουμε αυτά αμέσως στον κάδο της λησμονιάς. Υπάρχουν μάτια όμως που από το πουθενά εμφανίζονται μια στιγμή μπρος μας, βυθίζονται στα δικά μας μάτια και αξιώνουν: «Εδώ θα μείνεις», ή «Σε περίμενα».

Ενα πράγμα ξερω:
Πως οι μεγάλες αγάπες καταδέχονται μόνο τις μεγάλες, γενναίες ψυχές. Πως οι σπουδαίες ιστορίες διαλέγουν εκείνους που, από πίστη, ρισκάρουν την ψυχή τους.

Και εντάξει, ο έρωτας βρίσκεται από πάντοτε μέσα μας, είναι δικός μας εκ γενετής ίσως και από πριν, ίσως και να είναι ο λόγος που θα γεννηθούμε.Αλλά απαιτείται ο κατάλληλος άλλος, ο ορισμένος άλλος για να τον αφυπνίσει. Ο ορισμένος άλλος για να σβήσει ή να διατηρηθεί. Ο ορισμένος για να τον επιστρέψει στην πηγή, στο παντοτινό, ακόμα και στην αθανασία.

όνειρα του Μαη


Είναι κάτι όνειρα του Μαη που ζητούν την συντροφιά μου. Έρχονται σα φαντάσματα στο φως της μέρας, θολώνουν τον νου, κάνουν την καρδιά μου να χτυπά τρελά. Κι εγώ, νομίζοντας πως είναι όνειρα γαλάζια στο χρώμα του ουρανού, τρέχω ξοπίσω τους.

Είναι κάτι εφιάλτες που έρχονται μεταμφιεσμένοι σε όνειρα και με τυλίγουν. Τους ακολουθώ με ένα χαμόγελο κι ας είναι η σκοτεινιά στο βάθος. Στο χρώμα της νύχτας δίχως άστρα και το φεγγάρι στην χάση του.

Κι είναι κάτι όνειρα, άλλα, που ζεσταίνονται απαλά στην χούφτα μου και παίρνουν χρώμα και υφή. Πνοή από την πνοή μου. Με αφήνουν να χαλαρώσω, να τα εμπιστευτώ και χτίζουν στην ψυχή μου μια παιδική χαρά να κανακέψει το παιδί μέσα μου.

Μόνο ένα όνειρο έχει διαλέξει να με πάρει μαζί του απόψε. Αυτό που με κάνει να κυνηγώ μάγισσες. Να αρπάζομαι από την Ουτοπία, τοποθετώντας μπρος μου ένα ψεύτικο πίνακα και προσπαθώντας να περπατήσω στην επιφάνεια του. Να γλιστρώ και να με ηδονίζει, για να τον κυνηγήσω επίμονα. Κι ανάθεμα με να πιστεύω πως αυτό είναι Ζωή…


Και θέλω να ξυπνήσω ένα πρωί, να μην θυμάμαι τα όνειρα μου… Ίσως τότε ξαναγυρίσω στις αλησμόνητες μέρες εκείνου του άγουρου Σεπτέμβρη που σε γνώρισα Γιωργία.... Απόψε όμως θ’ ανοίξω τον ουρανό και θα μετρήσω μόνος μου τ’ αστέρια του.

Κλείνω τα μάτια πλάι σου, ένα σου άγγιγμα, μια υπόσχεση, ένας ψίθυρος, μια ανάσα στον λοβό του αυτιού μου, ένα χάδι στην παλάμη μου, λίγες σταγόνες από το σάλιο σου στα χείλη μου… τίποτε άλλο !!