Τρίτη, Ιουλίου 13

δεν ειμαι καλα....



Δεν είμαι καλά . Δεν αισθάνομαι καλά .
Μήνες ολόκληρους το φωνάζω , μα κανείς δεν το ακούει .
Η φωνή μου , μετατρέπεται σε αντίλαλο και γυρίζει πάλι πίσω .
Τα δάκρυα κυλούν αστείρευτα από τα μάτια μου , μα κανείς δεν τα βλέπει .
Κι όμως , εγώ τα νοιώθω να τρέχουν στο πρόσωπό μου .
Να μουσκεύουν την σάρκα μου , να φτάνουν ως το κόκαλο , να μπαίνουν μέσα μου και να λιώνουν σαν οξύ το ταλαιπωρημένο μου εγώ...
Μια μαριονέτα με χαμόγελο παλιάτσου είμαι, και τίποτε άλλο .
Πάντα αυτό ήμουν από μικρό παιδί και το τελευταίο διάστημα πίστευα ό,τι αυτό θα παραμείνω ως το τέλος της δικής μου διαδρομής . Μια μαριονέτα με κομμένα σχοινιά .
Εσύ μου τα έκοψες το θυμάσαι ;
Πριν από ενάμιση χρόνο, αφήνοντάς μου μόνο ένα, για να κρέμεται από 'κει η ψυχή μου στο ταβάνι ...



Γύρω στις 7 βρέθηκα στο μπαλκόνι να κοιτώ τα χρώματα του πρωινού και το πράσινο της θάλασσας .Ξαφνικά , δεν ξέρω πως , φώλιασε πάλι η εικόνα του εαυτού μου στο μυαλό μου μ' εκείνο το λευκό κοστούμι κλείνοντας απλά τα μάτια ...
Ένιωθα τόσο ήρεμος ...
Δεν ξέρω πόσα χρόνια είχα να νοιώσω αυτό το συναίσθημα να κυβερνά το κορμί και το νου μου .
Σκέφτηκα ότι εάν έπεφτα, θα τελείωναν όλα. Και πάνω απ' όλα θα διατηρούσα την γαλήνη που έτσι απρόσμενα μ' είχε επισκεφθεί . Μα έμεινα εκεί κι ανοίγοντας ξαφνικά τα μάτια μου, αποφάσισα να μπω μέσα , να κλείσω την μπαλκονόπορτα και να ξαπλώσω ώστε να διώξω μακριά τις σκέψεις , τις εικόνες , τον φόβο , τον τρόμο …
Να 'ξερες πόσο πάλεψα και πόσο παλεύω να κρατηθώ εκεί πάνω ...
Ομολογώ ό,τι ήταν πολλές οι φορές, που παρ' ολίγο να αφεθώ και να ζήσω τη στιγμή εκείνη που τα μάτια μου , θ' αντίκριζαν την ψυχή μου να πέφτει με δύναμη στο πάτωμα και να γίνεται κομμάτια ... Δεν ξέρω τι με κράτησε . Ποιο χέρι μου απλώθηκε σφίγγοντας με δύναμη το δικό μου για να μην πέσω απ' το μπαλκόνι...
Πάει λίγος καιρός από εκείνο το ξημέρωμα .

Το ξημέρωμα που φλέρταρα με τον θάνατο πιο έντονα από κάθε άλλη φορά .
Δεν είχα κοιμηθεί όλο το βράδυ . Δεν μπορούσα . Προσπάθησα πολύ , μα μάταια .
Ένιωθα τον θάνατο παντού κι από τα μάτια μου κυλούσαν δάκρυα πένθους .
Κοιτούσα συνεχώς το κινητό μου περιμένοντας τα κακά μαντάτα για τον οποιοδήποτε .
Δεν ήξερα ποιος , μα ένιωθα ότι κάτι θα συμβεί. Κι ότι θα συμβεί πολύ κοντά μου ...
Δεν με χώραγε ο τόπος. Πήρα την μηχανή να πάω μια βόλτα. Δίχως κράνος.
Να μου ανακατέψει ο αέρας τα μαλλιά.
Να τα κάνει ίδια με τις σκέψεις μου.
Ήθελα να μου παγώσει το κεφάλι που βράζει σαν ηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί απ’ τις σκέψεις.
Δεν ξέρω τι με κράτησε . Ποιο χέρι μου απλώθηκε σφίγγοντας με δύναμη το δικό μου για να μην πέσω απ' την μηχανή.
Ξέρεις πόσο μου πήρε ν' αποδεχθώ αυτή ακριβώς την διαφορετικότητα ;
Χρόνια!!!
και για να 'μαι ειλικρινής ακόμη δεν το έχω αποδεχθεί πλήρως .
Τις περισσότερες φορές προσπαθώ να βγάλω τον εαυτό μου τρελό, ώστε να δώσω κάποια λογική εξήγηση . Εδώ και λίγο καιρό έπαψα να το κάνω ‘‘Δέξου το’’ , μου είπες.....‘‘ κι εγώ αυτό προσπαθώ να κάνω’’ ...

στην G... (θυμασαι;)


Έχουν περάσει μέρες από εκείνη τη στιγμή που φώλιασε μέσα μου εκείνο το γαμημένο κωλόσυναίσθημα γι΄ άλλη μια φορά . Είχα τόσο πολύ καιρό να το νιώσω που ήθελα να πιστεύω ό,τι είχε τελειώσει αυτό το μαρτύριο πια ... Μα έτσι ξαφνικά ήρθε και τρύπωσε πάλι εκεί μέσα , έτσι ύπουλα και επώδυνα .
Πιο επώδυνα από κάθε άλλη φορά χωρίς να ξέρω το γιατί ...
Ο κόμπος στον λαιμό μου , με έσφιγγε ολοένα και περισσότερο και ο πόνος παρέα με την θλίψη με κρατούσαν από τα χέρια σαν αλυσίδες λες και φοβόντουσαν μη τους φύγω , μη χαθώ ... Ήταν απόγευμα κι εγώ μόλις είχα καθίσει μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή όταν ήρθε δίχως να γνωρίζω το πως και το γιατί στο μυαλό μου η εικόνα εμάς των δυο μαζί . Θυμάσαι ; Λίγο πριν φύγεις ξανά, όταν καθίσαμε στην ακρη στο λιμάνι, με τα πόδια μας να αιωρούνται όπως η σχέση μας στο απόλυτο τίποτα, κοιτάζοντας τον ήλιο να χάνεται μες στο βαθύ μπλε ...
Η μυρωδιά αυτού του τόπου και η αίσθηση εκείνης της στιγμής ...
Πως , να στο πω ώστε να το καταλάβεις ; Τα έζησα ξανά , μα , αυτή τη φορά ήταν λίγο διαφορετικά γιατί με έκαναν να βουρκώσω και να τρομάξω τόσο πολύ που σηκώθηκα απότομα παίρνοντας τα πράγματά μου και γυρίζοντας στο σπίτι συντροφιά με τον φόβο . Από εκείνη τη στιγμή , σε σκέφτομαι συνέχεια και φοβάμαι για εσένα .
Είχα πει πως δεν θα γράψω ξανά οτιδήποτε σ΄ αφορά , μα ξέρω πως κάτι σου έχει συμβεί και πονάω που δεν έχω την δυνατότητα να γνωρίζω τι ακριβώς ... Όλα σε φέρνουν στο μυαλό μου . Οτιδήποτε δω ή ακούσω ... Να , προχθές το βράδυ ήμουν στις "Ιστορίες" με παρέα , όταν στο διπλανό τραπέζι ο Κωστής άνοιξε ένα κρασί ... Θα μου πεις , που στο καλό κολλάει αυτό με ΄σένα ε ; Το κόκκινο κρασί , το θυμάσαι ; Εκείνο μου έφερε εσένα στο μυαλό και τις νύχτες που πίναμε οι δυο μας ... Ξέρω πως πηγαίνω από το ένα θέμα στο άλλο, μα έχω τόσα στο μυαλό μου που δεν ξέρω τι να γράψω και τι ν΄ αφήσω εκεί μέσα ώστε ν΄ αδειάσει λίγο από ΄σένα .
Ποτέ δεν μου άρεσε ο χειμώνας . Πάντα μελαγχολούσα στα πρωτοβρόχια και στις γιορτές .Τον τελευταίο χρόνο ακόμη περισσότερο ξέρεις, γιατί τούτη η γαμημένη εποχή μου θυμίζει εσένα και τότε που σμίξαμε για δεύτερη φορά ... Μου θυμίζει τότε που μέναμε στο σπίτι σου ώρες ολόκληρες, αγκαλιά κάτω από τα σκεπάσματα δίχως να μας νοιάζει τι συνέβαινε έξω ακούγοντας τις στάλες της βροχής να σκάνε με δύναμη στα τζάμια . Μου θυμίζει όταν βλέπαμε ταινίες τρόμου αγκαλιασμένοι στον καναπέ και τρώγαμε σποράκια ... Μου θυμίζει εσένα στο σπίτι μου ... στο κρεβάτι μου ... μες στο σκοτάδι…… Τις λέξεις που μου λεγες τότε ... " αν μ΄ αφήσεις , εγώ τελείωσα ... θα τα παρατήσω όλα και θα φύγω ... " .
Να ΄ξερες , πόσες σκέψεις έρχονται και μπαίνουν με το έτσι θέλω σ΄ αυτό το γαμημένο κεφάλι μου που απορώ πόσα μπορεί να αντέξει ακόμη ! Πότε θα σταματήσει να χωράει θύμισες ώστε αυτόματα να πάψω να νοιώθω και να πληγώνομαι ... Θυμάσαι
εκείνο το βράδυ που τσακωθήκαμε ; Έφυγες για να πας να κοιμηθείς στο σπιτι σου. Μου έστειλες ένα μήνυμα μέσα στο οποίο μου έγραφες πως τα κλειδιά μου τα είχες αφήσει στην εξώπορτα ... Έφυγα σαν τρελός και ήρθα στο σπίτι σου, μα δεν ήσουν εκεί . Έφυγα και ξαναήρθα ούτε κι εγώ θυμάμαι πόσες φορές κι όταν τελικά επέστρεψες , μου είπες να φύγω ... Πρώτη φορά σε είχα δει έτσι .
Ήταν εκείνη η φορά που κατάλαβα ό,τι με αγαπούσες πραγματικά και πολύ ... Σε έβλεπα να κλαις και να φωνάζεις και από τη μια πονούσα με τον πόνο σου κι από την άλλη χαιρόμουν που σε έβλεπα επιτέλους να νιώθεις και να το δείχνεις ... Δεν έφυγα ... Θυμάσαι ; Έμεινα έξω στην βροχή, καθισμένος στα σκαλοπάτια να περιμένω και να προσέχω μη φύγεις. Κι εμένα φοβόμουνα. Μη πάρω την μηχανή και κάνω καμία τρέλα από τις συνηθισμένες μου ...



Θυμάσαι εκείνο το απόγευμα στο στον Αη Γιώργη; 'Όταν σου είπα πως σ' αγαπώ, όχι γι αυτό που είσαι, αλλά γι' αυτό που με κάνεις να θέλω να είμαι: καλύτερος...
Κι ύστερα στο σπιτι μου...Βλεπαμε την ταινία του Γούντι Άλεν που σου άρεσε τόσο .Έσκυψες και μου είπες :Σ' αγαπώ και για χθες, που δεν σε ήξερα ακόμη.....
Εγώ θυμάμαι ... Εσύ ... θυμάσαι ;
Ξέρω πως θυμάσαι, κι ας προσπαθείς να ξεχάσεις όπως εγώ, μα κανείς δεν τα καταφέρνει τόσο, όσο θα ήθελε ίσως ... Θυμάμαι πολύ περισσότερα απ΄ όσα έχω ή προσπαθώ να ξεχάσω . Ξέρεις , ενώ προσπαθώ τόσο πολύ , πονάω όταν τα καταφέρνω να ξεχάσω οτιδήποτε ...
Πονάω , που δεν θυμάμαι πως πίνεις τον καφέ σου ... Θαρρώ γλυκό με γάλα ... ή μήπως σκέτο…. μα δεν θυμάμαι ρε γαμώ το ! Όταν χωρίσαμε και μέναμε ακόμη μαζί ήθελες να κοιμάσαι στον καναπέ κι εγώ περίμενα να κοιμηθείς για να γύρω το κεφάλι μου στα πόδια σου και να κοιμηθώ κοντά σου, θυμάσαι ; Ένα ξημέρωμα μου έστειλες mail και μου είπες ενώ είχα φύγει, πως πονούσες όσο εγώ. Θυμάσαι ; Είχες πει πως θα μ΄ αγαπάς για πάντα ... θυμάσαι ; Είχα πει πως ότι κι αν συμβεί θα σ΄ αγαπώ ... θυμάσαι ; Εγώ θυμάμαι ... Εσύ, θυμάσαι ;

ποναω....

Μαμά , θέλω να σου μιλήσω απόψε ...

Θέλω να σου τα πω οσο πιο απλά μπορώ, γιατί φοβάμαι πως δεν θα καταλάβεις ...

Όπως , τότε στην Δ΄ δημοτικού ... Θυμάσαι ; Είμαι σίγουρος πως όχι . Όμως ,εγώ δεν θα ξεχάσω ποτέ όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Αυτή η νύχτα θα μείνει καρφωμένη στον τοίχο του μυαλού μου για πάντα, με το πιο έντονο χρώμα να μου θυμίζει, ότι δεν θέλω να θυμάμαι μαμά ...

Γιατί θυμάμαι . Θυμάμαι την αδερφή μου και τον πατέρα μου στο σαλόνι, να παρακολουθούν τηλεόραση κι εσένα στο δωμάτιό σου , καθιστή στην παλιά ξύλινη καρέκλα της ραπτομηχανής ...

Θυμάμαι και μένα ... Με θυμάμαι καθιστό στο κρεβάτι, να σε κοιτώ και να θέλω να σου μιλήσω για ότι τότε φοβόμουν ...

Τον θάνατο .
Θυμάμαι τις λέξεις να βγαίνουν με δισταγμό από τα χείλη μου .

Σκεφτόμουν μέρες το πως να σου το πω . Αναρωτιόμουν τι λέξεις έπρεπε να βρω και σε τι σειρά να τις βάλω, ώστε να έφτιαχνα μια πρόταση από την οποία θα μπορούσα να σου πω τα συναισθήματά μου .

Μετά από κόπο για το παιδικό μου μυαλό, τις βρήκα...
και οι λέξεις έγιναν μια τρεμάμενη φωνή που δεν κατάφερε να σε συγκινήσει όμως , όπως ούτε και να καλύψει τον ήχο εκείνο της ραπτομηχανής και της βελόνας που τρυπούσε το ύφασμα και μαζί όλο μου το είναι ...
Ακόμη , λέξεις ψάχνω μαμά .

Ακόμη...
Μετά από το πέρασμα τόσων χρόνων . Ακόμη ψάχνω να βρω ένα τρόπο να σου πω ότι φοβάμαι .

Ένα τρόπο που θα το καταλάβεις όμως . Θα καταλάβεις το πόσο μεγάλη ανάγκη έχω την αγκαλιά και την κατανόησή σου .

Μα... μάταια ...

Ότι κι να πω κι ότι κι αν κάνω , τίποτε δεν σε κάνει να καταλάβεις αυτό που τόσο προσπαθώ να σουπω .
Δεν είμαι καλά μαμά ... Σου το ΄χω πει και δείξει τόσες φορές, όμως εσύ δεν λες να το πιστέψεις ή δεν θέλεις ...
Δεν ξέρω !


Βλέπεις έχεις μεγαλώσει στο χωριό και το μέσα σου αν και πλησιάζεις στα 60, είναι τόσο αγνό ακόμη, που πιστεύεις ότι παντού υπάρχει αγάπη, και πως εάν υπάρχει ένα πιάτο φαγητό μπροστά μου, τότε αυτό σημαίνει πως είμαι και καλά μέσα μου ...

Μα δεν είναι έτσι ρε μαμά ... Δεν είναι έτσι και πρέπει να το καταλάβεις πριν να είναι αργά . Γιατί , σήμερα παρ' ολίγο να είναι μαμά, κι ας μη το ξέρεις.


Ισως, γιατί ζήτησα να μη σου πουν τίποτα .
Ναι μαμά ... Ξέρω . Ούτε κι εγώ φανταζόμουν ποτέ ότι θα ερχόταν η στιγμή που μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, θα βρισκόμουν μπροστά από μια οθόνη να σου γράφω κάτι που δεν θα διαβάσεις ποτέ ... Να όμως που το κάνω ! Το κάνω, γιατί η ανάγκη μου να σου μιλήσω είναι τόσο μεγάλη, που ο συνηθισμένος κόμπος στο λαιμό γίνεται ολοένα και πιο ασφυκτικός και δεν τον αντέχω άλλο πια !!!

Πριν από λίγες μόλις ώρες βρέθηκα στο πάτωμα του σπιτιού μου, κρατώντας στο ένα χέρι ένα μπουκάλι νερό και στο άλλο τα χάπια ...

Αυτή τη φορά δεν φοβήθηκα . Δεν δείλιασα . Δεν σε σκέφτηκα . Δεν άφησα τον εαυτό μου να σκεφτεί τίποτε άλλο πέρα από μένα ...

Δεν είδα φως , ούτε περπάτησα μέσα σε τούνελ .

Δεν είδα κανένα χέρι να ζητάει να του δώσω το δικό μου ,

μα ούτε και κάποιο άλλο να το αρπάζει με βιαιότητα ...

Είδα απλά , τον εαυτό μου να περιμένει να σβήσει έχοντας ήδη τα μάτια μου κλειστά ...

Τόσο πολύ το ήθελα ! Μα ο ήχος από το χτύπημα στην πόρτα δεν μ΄ άφησε να τα κρατήσω κλειστά για πάντα ...


Ήρθε ο μπαμπάς μαμά ... Ναι , ο μπαμπάς . Εκείνος που κάποτε θέλησε να με σκοτώσει, τώρα είχε έρθει να με βοηθήσει και το έκανε με τον δικό του τρόπο .
Μα δεν μου αρκεί ρε μαμά ... Τίποτε δεν μου αρκεί πια θαρρώ ...

Ούτε καν αυτή η γαμημένη λέξη, που πέρυσι αν και απεχθανόμουν, ήθελα να την ακούσω . Αυτό το " όλα θα πάνε καλά " ... Το άκουσα τόσες φορές σήμερα ως τώρα, όπως και το ότι ο τρόπος που αντιμετώπισα την κατάσταση ήταν ανώριμος ...

Τι, λες ρε κοπελιά ; Αυτό ήθελα να της πω στην απέναντι γραμμή του τηλεφώνου ...

Ήθελα να της πω ότι έχει πολύ μεγάλο θράσος για να το λέει εκείνη σε μένα.
Και ύστερα από τόσα όσα έχω περάσει .

Ναι , γιατί κάποιοι τα βρίσκουν όλα έτοιμα και έχουν μάθει να πατούν επί πτωμάτων για να ανέβουν τα σκαλιά πιο γρήγορα, ενώ άλλοι, τα ανεβαίνουν έπειτα από πολύ κόπο και ιδρώτα,
Κι έχουν πολύ μεγάλο θράσος ρε φίλε και γλώσσα επίσης !!!
Με πονάει αυτό ρε μαμά . Με πονάει να βλέπω κοριτσάκια και αγοράκια να τα έχουν όλα στο χέρι και να κρέμονται από την φούστα της μαμάς και το παντελόνι του μπαμπά, για να μην εκφραστώ όπως έχω μάθει !!!
Με πονάει να έχουν την δυνατότητα να σπουδάσουν και να μη την εκμεταλλεύονται . Να μην αρπάζουν την ευκαιρία από τα μαλλιά και να ζουν το όνειρο ! Ναι , με πονάει ! Με πονάει να θέλω να σπουδάσω και να μη το κάνω όχι γιατί δεν έχω όνειρα, αλλά γιατί δεν έχω αυτή την οικονομική δυνατότητα, που έχουν αυτοί οι άλλοι και που για να την αποκτήσω πρέπει να γαμηθώ στη δουλειά, για να μαζέψω χρήματα που πάντα θα ξοδέψω στο κάθε εμπόδιο που θα βρεθεί στον δρόμο μου ...

Με πονάει που κάποιοι νομίζουν πώς μπορούν να αγοράσουν την ψυχή μου και με πονάει ακόμη πιο πολύ που με ανάγκασαν να προσπαθώ να την δώσω αφιλοκερδώς στον διάολο ... Α , ρε μάνα πόσο με πονάει ...
Με πονάει ρε μαμά ... Με πονάει να παλεύω για μια ζωή που δεν ζήτησα να ζήσω και που δεν ονειρεύτηκα ! Μια ζωή δίχως την οικογένειά μου δίπλα μου και τα όνειρά μου σε μια μικρή σκληρή πραγματικότητα ...

Α , ρε μαμά πόσο πονάει ...