Τετάρτη, Ιουνίου 16

για παντα!!!!!

... Ήρθες λοιπόν πάλι βραδάκι, κάθησες απέναντί μου, με κοίταξες και είπες, " Σπέρνεις πράγματα μέσα στους άλλους"...

Αυτή τη φορά όμως ήσουν αδέξια. Με μια αδεξιότητα συγκινητική που με την ώρα αύξανε, που μου προξενούσε λίγο λίγο κι εμένα αμηχανία. Ήρθε γρήγορα κάποια στιγμή που ένιωσα πως πνίγομαι από αόρατο, άηχο, αλλά απίστευτα απτό παλιρροικό κύμα που από το μέρος σου, από μέσα σου, ανάβρυζε, σηκωνόταν κι ερχόταν καταπάνω μου θερμό, απειλητικό κι αναπότρεπτο. Εφιαλτικό σχεδόν. Τροπικό κύμα, πράσινο, που πλησίαζε με απειλητική ανάγκη - τίνος από τους δυό μας μεγαλύτερη;- να μ'ανασηκώσει και να με τραβήξει προς τη μεριά σου σαν μακρόστενη σανίδα, σαν βαρκούλα ή καρυδότσουφλο...

Αιφνίδια, επιθύμησα να σηκωθείς και να φύγεις. Ευχόμουν να φύγεις αμέσως. Όχι σαν κακό να φύγεις,
αλλά σαν καλό ανυπόφορο.
Θα πνιγόμουν αλλιώς. Από την απαίτησή σου την αόρατη και υπερβολικά αισθητή. Η απαίτησή σου γρήγορα ακούστηκε στο δωμάτιο σαν πρόκληση:
"Να πάμε μια βόλτα. Στη θάλασσα".
Τόσο αδέξια ακούστηκε η ευγενική πρόσκλησή σου, που αποκαλύφθηκε η σχεδόν βίαιη απαίτηση. Δεν φοβόμουν εμένα, όπως συνήθως γράφουν τα αισθηματικά ρομάντσα, εσένα φοβόμουν. Δεν επιτρέπεται να είναι κανείς τόσο απροστάτευτος. Τόσο απροσποίητος. Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορεί ελεύθερα ανάμεσά μας τόσο διάφανος. Πληγώνει. Σε κάθε σου απόπειρα για προσποίηση, η γλυκιά σου αδεξιότητα έσχιζε αυτόματα τη χάρτινη μάσκα. Ο ίσκιος σου έπεφτε πάνω μου δυνατός. Είναι μεγάλη δύναμη να φανερώνεις έτσι την αδυναμία σου...


...Όταν επιτέλους σηκώθηκες να φύγεις, ανακατώθηκε η ανακούφισή μου με τη θλίψη. Στεκόσουν μπροστά μου να με καληνυχτήσεις, να υποσχεθούμε, να φιληθούμε στο μάγουλο, να βεβαιώσουμε. Στεκόσουν παιδικά άπειρη,και μπερδεμένη με το τί να κάνεις τα χέρια σου....
γυάλινα εύθραυστη, παραδομένα αδέξια, πολύ κοντά μου, και επανέλαβες εκείνη την έρμη την πρόσκληση για βόλτα βασανιστικά αμήχανα.
Βασανιστικά για σένα, βασανιστικά για μένα. Είμασταν πια κατάκοποι. Και το μάγουλό σου, όπως έσκυβε έμοιαζε με φεγγαρένια φλούδα της νύχτας να γέρνει και να μου προσφέρεται.
Να δώσει, αλλά πιο πολύ να πάρει τρυφερότητα, κι αυτό σε έκανε ακόμα πιο σπαραχτική. Νωπή φλούδα, μυστική, βελουδένια. Ήσουν ολάκερη σε κάθε απόσπασμά σου.
Τα μάτια σου, τα μάτια σου τα ασκημένα στη μοναξιά, τα στραμμένα προς το άβατο έρεβός της, τα στραμμένα προς εμένα, τα πήρες επιτέλους από πάνω μου, τα πήρες κι έφυγες. Ακούμπησα στην πόρτα που σου έκλεισα λαχανιασμένος από την κούρση να προσποιούμαι τον ξέγνοιαστο, τον γελαστο. Το στόμα μου έπαψε απότομα να χαμογελά....


...Φεύγοντας τα πήρες όλα μαζί σου.
Μ'άφησες πίσω μ'αυτο που δεν ήμουνα.
Σαν αποφόρι...
Θα'πρεπε να ξαναμάθω τη ζωή. Να ξαναμάθω το θάνατο. Τη μουσική. Τίποτα δεν είχε σχέση καμιά με το χθες. Ούτε εγώ σχέση καμιά με μένα. Όλα μετονομάσθηκαν. Έχασα ό,τι ξέρω. Θα μ'αναγνωρίζουν όσοι με γνώριζαν; Πώς θα συνομιλώ με τους άλλους; Δεν είχα πια όνομα, είχα όμως το όνομά σου.
Μέσα στη ζωή.
Μετά από αιώνες στην έρημο και στη Βαβέλ, στην άγονη έρημο και στους τυφλούς τοίχους.
Η υγεία πονάει πολύ, άμα έχεις κάνει αιώνες άρρωστος. Σ'ευχαριστώ που με πέρασες από την Ωραία Πύλη της ανατροπής μου. Χάρη σ'εσένα κέρδισα τη μεγαλοψυχία που νιώθουμε όταν αδιαφορούμε.
...Πήρες τα μισητά ουρλιαχτά μου, τα βουβά, και τα έκανες μουσική, ολοκληρος να αντηχώ στις νύχτες, δίκαιος, αρμονικός, πειστικός.
Να μη ντρέπομαι. Να μπορώ να μ'αγαπάω.
"Γίνονται αυτά με δυο μόνο συναντήσεις; Γίνεται σ'ένα απόγευμα μια αναγέννηση;" ρωτούσα κατάπληκτος κάποιον φίλο που γνωρίζει απ'τον μυστικισμό της αγάπης.
"Και σε μια ώρα, και σε ένα λεπτό γίνεται η Συνάντηση".
"Και μπορεί να διαρκέσει για πολύ;"
"Και για πάντα"...

Δεν υπάρχουν σχόλια: