Δευτέρα, Μαρτίου 1

καλα εκανες και εφυγες!!!


Είμαι στο γραφείο και σου γράφω. Έχω το παράθυρο μπροστά μου. Ένα ψηλό φαρδύ παράθυρο με μπλέ κουρτίνες. Είναι το μοναδικό παράθυρο του σπιτιού με μπλέ κουρτίνες. Ο καιρός είναι υγρός και μουντός. Το χώμα μυρίζει βροχή που έρχεται. Κάποιες στάλες ήδη έχουν πέσει στην κουπαστή του μπαλκονιού. Βλέπω την κορυφή ενός ωραίου δέντρου που έχω στο κτήμα. Είναι γυμνό τώρα και τα κλαριά του μοιάζουν με εκείνα των δέντρων που ζωγραφίζω. Ξέρεις δεν ζωγραφίζω πολύ καλά. Δίνω ωραίες γραμμές όμως στα σκίτσα, έτσι που να μοιάζουνε με σκίτσα κάποιου σπουδαίου ζωγράφου, όμως αν τα προσέξεις από κοντά και επιμείνεις στις λεπτομέρειες, θα διαπιστώσεις πολλά λάθη μέσα τους. Παρόλα αυτά, πάντα σχεδιάζω όμορφα γυμνά δέντρα... Ποτέ δε βάζω χρώμα... Μόνο γραμμές, ωραίες γραμμές και στο τέλος τα φυσώ για να τους δώσω ζωή, φυσώ την πένα μου να σχεδιάσει την τελική γραμμή, που σπάει, που τρεμουλιάζει στο σωστό σημείο, και τελειώνει αυστηρή με μια στρογγυλή ανεπαίσθητη γλυκάδα...

Είναι πολλά πράγματα που δε σου είπα, δεν τα πρόλαβα ίσως...
Και είναι και πολλά που ποτέ δε θα σου έλεγα αλλά θα απαιτούσα από εσένα να μου τα πεις όλα...
Να μου ξεγυμνώσεις τη ψυχή σου ενώ εγώ θα κρατάω καλά τυλιγμένη τη δική μου. Έτσι είμαι, ένας άνθρωπος, που όλο ζητάει και δίνει ελάχιστα...
Καλά έκανες και έφυγες...
Δεν ξέρω τι κακό θα είχα κάνει και σε σένα και σε μένα αν έμενες... δεν ξέρω...
Τα μέσα μου θα έτρωγα και μαζί με αυτά και τα δικά σου.
Θα τρελαινόμουν σιγά σιγά. Ήδη είχε αρχίσει.
Ένας αέρας σηκώνονταν πολλές φορές στο στήθος μου και φύσαγε ουρλιάζοντας, σαν τους νυχτερινούς αγέρηδες στην εξοχή.
Κι όταν κάναμε έρωτα πότε τρυφερά και πότε δυνατά, άπειρες ήσαν οι φορές που θέλησα να ξεψυχήσεις σφιχταγκαλιασμένη γύρω μου κι άλλες τόσες να αφήσω την ψυχή μου μέσα στα βάθη εκείνων των φιλιών μας....
Θυμάμαι τα χέρια μου να ψάχνουν αχόρταγα την ήβη σου, νοτισμένη σα βρεγμένο χώμα για μένα, τα πόδια σου να μπλέκονται με τα δικά μου, οι αναπνοές σου να βογκούν το όνομά μου άγρια, τα χείλη σου να πιέζουν τα δικά μου με μικρές υγρές δαγκωνιές λαχτάρας και παράδοσης... Να μουρμουρίζεις πως ήθελες να σβήσεις εκείνη την ώρα, εκείνες τις στιγμές που το σώμα σου αναταράζονταν στα αφρισμένα μας κύματα κι οι πνοές σου γίνοταν θύελλες που φούσκωναν πανιά για τα ταξίδια τα επικίνδυνα...
Που να υποπτευόμουν ότι κάποια ταξίδια δεν έχουν γυρισμό, που να υποπτευόσουν...
Δεν υποπτευόσουν μα γνώριζες... Αλλά καμωνόσουν πως δεν ήξερες, πως δεν έβλεπες, πίστευες πως όλα μπορούσες να τα προλάβεις, να τα ελέγξεις... Τη στιγμή που όλα είχανε αρχίσει από την αρχή να ελέγχουνε εσένα... Μόνο θυμήσου...
Θυμήσου και μετά αποφάσισε ή κρίνε κατά πόσο μπορούσαμε να ελέγξουμε τα πράγματα τα ανεξέλεγκτα, πράγματα που από τη φύση τους είναι εκτός κάθε ελέγχου...
Και δεν ξεκινήσαμε καθόλου έτσι. Ποιον δρόμο πήραμε λάθος ή ήταν όλα προδιαγεγραμμένα κι εμείς απλώς πατούσαμε σε ήδη πατημένα μονοπάτια; Υπήρξαμε άραγε τόσο ανόητοι ή απλώς θαρραλέοι από άγνοια;

Θυμάσαι το μονοπάτι δίπλα από το σπίτι σου; Το δρομάκι γεμάτο από ξερά σπασμένα φύλλα κάτω. Θυμάμαι την απόλαυση να τα πατάω…… Να ακούω το θόρυβο του τσακίσματος...

Θυμάσαι τα χέρια μας μπλεγμένα; χαμένοι ο καθένας στη δικιά του σκέψη, στη δικιά του σιωπή, αμήχανοι κι οι δυο μπροστά σε αυτό που νοιώθαμε πως γεννιόταν. Σε αυτό που το είχαμε απορρίψει εξαρχής κι είχαμε υποσχεθεί να το κρατήσουμε μακριά...

θυμάσαι; την αγκαλια στην βραδυνή συναυλία, να με κρατάς σφιχτά καθώς κρύωνα, να χώνω το χέρι μου αναμεσα στα ποδια σου, να σου ζητώ αγάπη... Δεν τήρησα τη συμφωνία μας... Μα ούτε κι εσύ... Ζήτησες κι εσύ με τον ίδιο τρόπο που έδωσες. Έψαχνες το χέρι μου να ακουμπήσει στο μάγουλό σου και σαν μικρό παιδάκι έγερνες στο πλάι καθώς κοιτούσα το πλαϊνό μέρος του λαιμού σου... Με ανατρίχιαζε αυτό που αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή, ανατρίχιαζες κι εσύ από το άγγιγμα. Μιλούσαμε, κοιτώντας στα μάτια ο ένας στον άλλον και κάθε κουβέντα, κάθε αδιάφορη παρατήρηση μπορούσε να γίνει έρωτας... Κάθε τραγούδι μπορούσε να γίνει αφορμή... Γιατί ήμασταν γεμάτοι από έρωτα που υπερχείλιζε, γεμάτοι από έρωτα που έπρεπε να δοθεί... Το είχες πει από την αρχή... Να αλαφρύνουμε τα βάρη μας, τις σκιές μας, να πνίξουμε μα να μην πνιγούμε.
Τα αφήσαμε όλα κι εξελίχτηκαν. Σα να μας συνέβαινε για πρώτη φορά... Σα να ήμασταν έφηβοι 15 χρονών...
Και τώρα σε διώχνω... Για να με διώξεις εσύ μετά... Το ξέρουμε τώρα πια καλά το παιχνίδι. Απλώς αλλάζουμε ρόλους κάθε φορά... Η επόμενη φορά θα είναι η σειρά σου... Το επόμενο γράμμα θα είναι δικό σου, το μεθεπόμενο δικό μου...
Πόσο διαφορετικά ακούγεται το "αγάπη μου" όταν θα το μουρμουρίσω σε σένα...

Δεν υπάρχουν σχόλια: